του Larry C. Johnson*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε

Sonar21.com, 20/07/2025

Ας ξεκινήσουμε με αυτό το γεγονός – η συντριπτική πλειοψηφία των Μουσουλμάνων δεν είναι τρελοί, φανατικοί δολοφόνοι. Αυτό είναι ένα meme που χρησιμοποιεί η Δύση για να δικαιολογήσει τη γενοκτονία εναντίον τους. Στην πραγματικότητα, τώρα στο πρόσωπο του νέου ηγέτη της Συρίας έχουμε σαφείς αποδείξεις, ότι οι ΗΠΑ παρείχαν άμεση υποστήριξη σε μια τρομοκρατική ομάδα που προήλθε από το ISIS.

Ο πρέσβης των ΗΠΑ, Τζιμ Τζέφρι[1], περιέγραψε τον νυν ηγέτη της Συρίας, Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, ο οποίος ήταν επικεφαλής των Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS)[2], ως απαραίτητο εταίρο στο χαοτικό συριακό τοπίο, παρά τις εξτρεμιστικές του απόψεις, για την αποτροπή χειρότερων αποτελεσμάτων, όπως τον πλήρη ρωσικό/ιρανικό έλεγχο ή την αναζωπύρωση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Από το 2017, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ κατέταξε τους HTS ως μία από τις δέκα πιο ενεργές τρομοκρατικές ομάδες στον κόσμο και οι ΗΠΑ όρισαν αμοιβή 10 εκατομμυρίων δολαρίων για το κεφάλι του Αλ Τζολάνι.

Ο Τζέφρι, σε ένα ντοκυμαντέρ της σειράς FRONTLINE που παρουσιάστηκε από το PBS, στις 15 Ιούλη, είπε τα εξής:

Κοιτάξτε, αυτός [ο Τζολάνι] συνιστά τη λιγότερο κακή επιλογή από τις διάφορες επιλογές στο Ιντλίμπ, το οποίο είναι ένα από τα πιο σημαντικά μέρη στη Συρία, που είναι ένα από τα πιο σημαντικά μέρη αυτή τη στιγμή στη Μέση Ανατολή… Όταν δεν υπάρχει η κανονική δομή των εθνών-κρατών και των διεθνών ρυθμίσεων και κανόνων, καταλήγεις με ομάδες σαν κι αυτή, που κάνουν πράγματα που δεν σου αρέσουν, αλλά στο εδώ και τώρα είναι οι άνθρωποι με τους οποίους πρέπει να συνδιαλλαγείς για να αποφύγεις ακόμη χειρότερα πράγματα.

Ο Τζέφρι παραδέχτηκε ότι είχε έμμεσες επικοινωνίες με τους HTS κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένης της λήψης και αποστολής μηνυμάτων μέσω μεσαζόντων. Επιβεβαίωσε: «Ναι» (στη λήψη μηνυμάτων από τους HTS), διευκρινίζοντας ότι έλεγαν: «Ουσιαστικά, Θέλουμε να είμαστε φίλοι σας. Δεν είμαστε τρομοκράτες. Απλώς πολεμάμε τον Άσαντ». Δικαιολόγησε την απάντησή του:

Ενθάρρυνα τους ανθρώπους να με ενημερώνουν όσο πιο συχνά γινόταν. Αυτή ήταν η δουλειά μου… Λάμβανα και έστελνα μηνύματα στους HTS.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παίξει ένα επικίνδυνο παιχνίδι — χαρακτηρίζοντας την ισλαμική τρομοκρατία ως απειλή για να δικαιολογήσουν τη στρατιωτική επέμβαση, ενώ παράλληλα παρέχουν υποστήριξη — συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης — σε αρκετούς από αυτούς τους Σουνίτες Σαλαφιστές για να πραγματοποιήσουν επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης των καθεστώτων σε όλη τη Δυτική Ασία και στην περιοχή του Καυκάσου. Αυτό περιελάμβανε υποστήριξη στους Τσετσένους αντάρτες στη Ρωσία, οι οποίοι εξαπέλυσαν έναν 10ετή πόλεμο που ξεκίνησε το 1999.

Έκανα το λάθος στο παρελθόν να εξισώνω την Αλ Κάιντα με μια σαλαφιστική οντότητα. Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, η ομάδα του Μπιν Λάντεν, αν και υποκινούνταν από τη θρησκεία της, ήταν ένα αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που στρεφόταν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ηγέτες της Αλ Κάιντα, ιδιαίτερα ο Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι, αντιτάχθηκαν δημόσια σε πολλές από τις ενέργειες του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), οδηγώντας σε μια επίσημη διάσπαση μεταξύ των ομάδων το 2014. Αυτή η αντίθεση προερχόταν από ιδεολογικές, στρατηγικές και τακτικές διαφορές, με την Αλ Κάιντα να επικρίνει το ISIS για την ακραία βιαιότητα, τη σεκταριστική εστίαση, την παράνομη ανακήρυξη χαλιφάτου και τις επιθέσεις εναντίον άλλων τζιχαντιστών και πολιτών, τις οποίες θεωρούσαν αντιπαραγωγικές για τον ευρύτερο σκοπό των τζιχαντιστών. Αυτός ο σκοπός ήταν η εξάλειψη της επιρροής των ΗΠΑ στη Δυτική Ασία.

Για χάρη του κοινού, ιδιαίτερα για τους πολίτες των ΗΠΑ που δεν είναι εξοικειωμένοι με το Ισλάμ, θέλω να προσπαθήσω να προσδιορίσω τρεις όρους: τον Ουαχαμπισμό, τον Σαλαφισμό και τον Τακφίρι. Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν Ισλαμιστές μελετητές που μπορεί να διαφωνήσουν με την προσπάθειά μου να διευκρινίσω την έννοια αυτών των λέξεων. Ζητώ συγγνώμη εκ των προτέρων για τα λάθη μου. Υπάρχουν όμως ορισμένες σημαντικές αποχρώσεις εδώ που οι Αμερικανοί πρέπει να κατανοήσουν, προκειμένου να μην τυφλώνονται από το μίσος και να καταλήγουν να υποστηρίζουν αυτοκαταστροφικές πολιτικές και παρεμβάσεις, ειδικά στη Δυτική Ασία.

ΟΥΑΧΑΜΠΙΣΜΟΣ

Ο Ουαχαμπισμός είναι ένα αυστηρό, πουριτανικό μεταρρυθμιστικό κίνημα εντός του Σουνιτικού Ισλάμ, που ιδρύθηκε τον 18ο αιώνα από τον Μουχάμαντ ιμπν Αμπντ αλ-Ουαχάμπ (1703–1792) στην Αραβική Χερσόνησο, ιδιαίτερα στη σημερινή Σαουδική Αραβία. Είναι ένα υποσύνολο του Σαλαφισμού, που υποστηρίζει την επιστροφή στις πρακτικές των Σαλάφ αλ-Σάλιχ (των «ευσεβών προκατόχων» των τριών πρώτων γενεών Μουσουλμάνων), δίνει έμφαση σε μια κυριολεκτική ερμηνεία του Κορανίου και της Σούννα (των διδασκαλιών του Προφήτη Μωάμεθ) και απορρίπτει καινοτομίες (μπιντά) ή πρακτικές που θεωρούνται μη ισλαμικές, όπως η λατρεία αγίων ή ορισμένες σουφικές τελετουργίες.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

  • Ταουχίντ (Μονοθεϊσμός): Κεντρικό στοιχείο του Ουαχαμπισμού είναι η απόλυτη ενότητα του Θεού, η οποία απορρίπτει κάθε μορφή σιρκ (πολυθεϊσμού), συμπεριλαμβανομένης της λατρείας των ιερών ή της μεσολάβησης από αγίους.
  • Απόρριψη της Μπιντά: Οι Ουαχαμπιστές καταδικάζουν πρακτικές που δεν υποστηρίζονται ρητά από τα πρώιμα ισλαμικά κείμενα, όπως ο εορτασμός των γενεθλίων του Προφήτη ή περίτεχνες τελετουργίες.
  • Αυστηρή Νομολογία: Βασίζεται στο Χανμπαλί φικχ (ισλαμικό νόμο) και στην άμεση ερμηνεία των κειμένων, συχνά παρακάμπτοντας τις μεταγενέστερες επιστημονικές παραδόσεις.
  • Ηθική Επιβολή: Δίνει έμφαση στην επιβολή της ισλαμικής ηθικής, ιστορικά μέσω πρακτικών όπως η καταστροφή των ιερών ή η επιβολή ενδυματολογικών κωδίκων.

Ο Ουαχαμπισμός θεωρείται άλλοτε πρόδρομος και άλλοτε παρακλάδι του Σαλαφισμού, καθώς επικεντρώνεται στο πρώιμο Ισλάμ και στην απόρριψη καινοτομιών. Ωστόσο, δεν αυτοπροσδιορίζονται όλοι οι Σαλαφιστές ως Ουαχαμπίτες και ορισμένοι σύγχρονοι Σαλαφιστές αποστασιοποιούνται από τον όρο λόγω της σύνδεσής του με την πολιτική ή τον εξτρεμισμό της Σαουδικής Αραβίας. Οι Ουαχαμπίτες μερικές φορές αποκαλούνται «Σαλαφιστές του Νατζντ» (αναφερόμενοι στην αραβική τους καταγωγή από την κεντρική περιοχή της σημερινής Σαουδικής Αραβίας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Ριάντ), διαφοροποιώντας τους από τα ευρύτερα σαλαφιστικά κινήματα.

ΣΑΛΑΦΙΣΤΕΣ

Ο όρος Σαλαφιστής (ή Σαλάφι) αναφέρεται σε έναν οπαδό του Σαλαφισμού, ενός υπερσυντηρητικού, μεταρρυθμιστικού κινήματος εντός του Σουνιτικού Ισλάμ που υποστηρίζει την επιστροφή στις πρακτικές και τις πεποιθήσεις των Σαλάφ αλ-Σάλιχ («ευσεβών προκατόχων»), των τριών πρώτων γενεών Μουσουλμάνων (περίπου 610–710 μ.Χ.). Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο Προφήτης Μωάμεθ, οι σύντροφοί του (Σαχάμπα), οι οπαδοί τους (Ταμπίουν) και η επόμενη γενιά (Ταμπί αλ-Ταμπίιν). Οι Σαλαφιστές στοχεύουν να μιμηθούν ένα υποτιθέμενα καθαρό, ανόθευτο Ισλάμ εκείνης της εποχής, απορρίπτοντας τις μεταγενέστερες καινοτομίες (μπιντά) και δίνοντας έμφαση στην αυστηρή προσήλωση στο Κοράνι και τη Σούννα (τις παραδόσεις του Προφήτη) και σε μια κυριολεκτική ερμηνεία των ισλαμικών κειμένων.

Ο Σαλαφισμός δεν είναι μονολιθικός και περιλαμβάνει τρεις κύριες τάσεις:

  1. Καθαρός/Ήσυχος Σαλαφισμός: Εστιάζει στην προσωπική ευσέβεια, την εκπαίδευση και την αποφυγή της πολιτικής. Συνήθης στη Σαουδική Αραβία, αυτοί οι Σαλαφιστές δίνουν προτεραιότητα στη θρησκευτική καθαρότητα και συχνά ευθυγραμμίζονται με τις κρατικές αρχές, απορρίπτοντας την εξέγερση (π.χ. μελετητές όπως ο Muhammad ibn al-Uthaymin[3]).
  2. Πολιτικός/Ακτιβιστικός Σαλαφισμός: Ασχολείται με πολιτικές μεταρρυθμίσεις, συχνά επικρίνοντας μουσουλμανικές κυβερνήσεις για αντιισλαμικές πολιτικές, αποφεύγοντας παράλληλα τη βία. Ενίοτε υποστηρίζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες ή τον κοινωνικό ακτιβισμό.
  3. Τζιχαντιστικός Σαλαφισμός: Μια μαχητική μειονότητα που δικαιολογεί τη βία για την εγκαθίδρυση ισλαμικής διακυβέρνησης, συχνά συνδεδεμένη με ομάδες όπως η Αλ Κάιντα ή το ISIS. Χρησιμοποιούν σαλαφιστική ρητορική, αλλά καταδικάζονται από άλλους Σαλαφιστές για εξτρεμισμό και τακφίρ (ως αποστάτες του Ισλάμ). Για παράδειγμα, τζιχαντιστές-Σαλαφιστές όπως ο Abu Musab al-Zarqawi[4] που τροφοδότησαν τη θρησκευτική βία στο Ιράκ.

Ο σαλαφισμός εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα ως απάντηση στη δυτική αποικιοκρατία και την υποτιθέμενη ισλαμική παρακμή, επηρεασμένος από μελετητές όπως ο Muhammad ibn Abd al-Wahhab (ιδρυτής του Ουαχαμπισμού) και αργότερα από τους Rashid Rida και Muhammad Abduh. Κέρδισε έδαφος τον 20ό αιώνα, τροφοδοτούμενος από την παγκόσμια προώθηση των ουαχαμπιτικών-σαλαφιστικών διδασκαλιών από τη Σαουδική Αραβία μέσω τζαμιών και σχολείων. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 50-100 εκατομμύρια σαλαφιστές παγκοσμίως, με σημαντική παρουσία στη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και τις κοινότητες της διασποράς.

Οι επικριτές, συμπεριλαμβανομένων πολλών Μουσουλμάνων, θεωρούν τον Σαλαφισμό άκαμπτο, μισαλλόδοξο ή πύλη προς τον εξτρεμισμό, ειδικά λόγω των τζιχαντιστικών-σαλαφιστικών ενεργειών. Οι σιιτικές και σουφικές ομάδες συχνά αντιμετωπίζουν κριτική από τους σαλαφιστές για πρακτικές που θεωρούνται αντιισλαμικές.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

  • Θεολογική Βάση: Οι Σαλαφιστές δίνουν προτεραιότητα στην ταουχίντ (απόλυτη ενότητα του Θεού), αντιτιθέμενοι σε πρακτικές που θεωρούν πολυθεϊστικές (σιρκ), όπως η λατρεία αγίων ή ιερών. Βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο χαντίθ (ρήσεις του Προφήτη) και απορρίπτουν την επιστημονική θεολογία (καλάμ).
  • Απόρριψη Καινοτομίας: Αντιτίθενται σε πρακτικές που δεν υποστηρίζονται ρητά από τους Σαλάφ, όπως ορισμένες τελετουργίες των Σούφι ή σύγχρονες πολιτισμικές επιρροές, θεωρώντας τις ως αποκλίσεις.
  • Κυριολεξία των Γραφών: Οι Σαλαφιστές υποστηρίζουν μια άμεση, βασισμένη στο κείμενο προσέγγιση, συχνά παρακάμπτοντας τις παραδοσιακές ισλαμικές νομικές σχολές (π.χ. Χανάφι, Μαλίκι) υπέρ των δικών τους ερμηνειών των πρωτογενών πηγών.

ΤΑΚΦΙΡΙ

Ο όρος Τακφίρι είναι μια αραβική λέξη που προέρχεται από το «τακφίρ», το οποίο αναφέρεται στην πράξη ενός μουσουλμάνου που αποκαλεί έναν άλλο μουσουλμάνο αποστάτη (καφίρ, που σημαίνει «άπιστος»), δηλαδή που έχει εγκαταλείψει το Ισλάμ. Ο Τακφίρι είναι ένας μουσουλμάνος που εμπλέκεται σε αυτή την πρακτική, κατηγορώντας άλλους μουσουλμάνους για αποστασία, συχνά για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό ή τη βία εναντίον τους. Αυτή η διακήρυξη θεωρείται σοβαρή στην ισλαμική νομολογία, καθώς οι παραδοσιακές ερμηνείες επιφυλάσσουν το δικαίωμα για τέτοιες κρίσεις μόνο στους ισλαμιστές μελετητές (ουλαμά) και υπό αυστηρές προϋποθέσεις, όπως η άρνηση βασικών αρχών της πίστης (π.χ., οι πέντε πυλώνες). Η κακή χρήση του τακφίρ θεωρείται ευρέως ως μια μεγάλη αμαρτία, με ένα χαντίθ να αναφέρει ότι ο λανθασμένος χαρακτηρισμός ενός μουσουλμάνου ως άπιστου καθιστά τον κατήγορο ένοχο για το σοβαρότερο αμάρτημα (την άρνηση του Μονοθεϊσμού).

Ιστορικά, ο όρος συνδέεται με εξτρεμιστικές ομάδες όπως οι Χαριτζίτες[5] του 7ου αιώνα, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το τακφίρ εναντίον τόσο των Σουνιτών όσο και των Σιιτών Μουσουλμάνων, τροφοδοτώντας εξεγέρσεις. Στα σύγχρονα πλαίσια, η ιδεολογία των Τακφίρι συνδέεται με τζιχαντιστικές ομάδες (π.χ. ISIS, Αλ Κάιντα, Ένοπλοι Ισλαμιστές Αλγερίας-GIA, Μπόκο Χαράμ) που χαρακτηρίζουν τους Μουσουλμάνους, τις κυβερνήσεις ή ολόκληρες κοινωνίες ως αποστάτες για να επιτρέψουν επιθέσεις, συχνά επικαλούμενοι στοχαστές όπως ο Sayyid Qutb[6] ή ο Ibn Taymiyyah[7]. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Αλγερινού Εμφυλίου Πολέμου (1991-2002), η GIA κήρυξε τους πολίτες και τα μη μέλη της ως καφίρ, δικαιολογώντας τις σφαγές. Οι κύριοι σύγχρονοι μουσουλμάνοι μελετητές, όπως ο Hasan al-Hudaybi[8] και ο Yusuf al-Qaradawi[9], καταγγέλλουν τις πρακτικές των Τακφίρι ως αντιισλαμικές και διχαστικές, τονίζοντας ότι μόνο ο Θεός μπορεί να κρίνει πλήρως την πίστη.

Ο όρος είναι επίσης πολιτικά φορτισμένος. Σιιτικές ομάδες, όπως το καθεστώς του Ιράν, χρησιμοποιούν τον όρο «Τακφίρι» υποτιμητικά εναντίον σουνιτών μαχητών (π.χ. χαρακτηρίζοντας όλους τους μαχητές κατά του συριακού καθεστώτος Άσαντ ως Τακφίρ), ενώ οι σουνίτες εξτρεμιστές τον εφαρμόζουν σε σιίτες ή κοσμικούς μουσουλμάνους. Σε πλατφόρμες όπως το X, συζητείται ως διχαστική ετικέτα, με ορισμένους χρήστες να τον θεωρούν ως εργαλείο για τη δαιμονοποίηση ιδεολογικών αντιπάλων ή την προστασία της ορθοδοξίας, ενώ άλλοι επικρίνουν την κακή του χρήση ως υποδαύλιση του σεχταρισμού. Στην ουσία, ο όρος Τακφίρι περιγράφει όσους χρησιμοποιούν ως όπλο τον αφορισμό εντός του Ισλάμ, συχνά με βίαιες συνέπειες, αν και η εφαρμογή του ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο και τον χρήστη.

Εδώ βρίσκεται η απόλυτη ειρωνεία — μερικοί από τους πιο ένθερμους Σαλαφιστές δεν είναι θρησκευόμενοι. Χρησιμοποιούν λέξεις και έννοιες για να δικαιολογήσουν τη βία, όπως αυτή που εκτυλίσσεται τώρα στη Συρία. Πιστεύω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ισλαμιστών κληρικών δεν θεωρεί τη βία ως τον δρόμο προς τα εμπρός.

Διευκρινιστικές υποσημειώσεις της μεταφράστριας:

[1] Ο πρέσβης Τζέιμς Φράνκλιν Τζέφρι υπηρετεί επί του παρόντος ως Ειδικός Αντιπρόσωπος για τη Συρία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και ως Ειδικός Απεσταλμένος στον Παγκόσμιο Συνασπισμό για την Ήττα του ISIS. Είναι ανώτερος Αμερικανός διπλωμάτης με εμπειρία σε πολιτικά, ασφαλιστικά και ενεργειακά ζητήματα στη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, τη Γερμανία και τα Βαλκάνια.

[2] Hayat Tahrir Al-Sham: Η σημερινή μετονομασία πρώην δυνάμεων της Αλ-Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) που έχουν καταλάβει τη Συρία. Κυριολεκτικά σημαίνει Επιτροπή για την απελευθέρωση του Λεβάντε (Σαμ=Λεβάντες). Ο όρος Λεβάντες (Ανατολή) έχει προέλθει από τους μεσαιωνικούς Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους. Διοίκηση των Κρατών του Λεβάντε (Συρία-Λίβανος) ονομαζόταν η Γαλλική αποικιοκρατική κατοχή ως το 1946. Ο όρος Λεβάντες χρησιμοποιείται συχνά για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

[3] Ο Μουχάμαντ ιμπν Σαλίχ αλ-Ουθαιμίν ήταν Σαουδάραβας ισλαμιστής λόγιος. Είναι γνωστός για τη θεωρία του σχετικά με τα τέσσερα επίπεδα πνευματικής αντίδρασης σε μια καταστροφή. Αυτή η θεωρία αντιστοιχίζεται με το δυτικό μοντέλο Kübler-Ross των πέντε σταδίων του πένθους, που αναπτύχθηκε πολύ αργότερα και το οποίο πιθανώς επηρεάστηκε από αυτόν. Τα επίπεδα είναι: Πρώτο Επίπεδο: Δυσαρέσκεια, Δεύτερο Επίπεδο: Υπομονή, Τρίτο Επίπεδο: Αποδοχή, Τέταρτο Επίπεδο: Ευγνωμοσύνη

[4] Ο Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουι (πραγματικό όνομα Άχμαντ Φαντίλ Ναζάλ αλ-Χαλαϊλέ) ήταν Ιορδανός τζιχαντιστής μαχητής που διηύθυνε στρατόπεδο εκπαίδευσης τζιχαντιστών στο Αφγανιστάν χρηματοδοτούμενο από την Αλ Κάιντα. Έγινε γνωστός αφότου πήγε στο Ιράκ και ήταν υπεύθυνος για μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων, αποκεφαλισμών ομήρων και επιθέσεων σε Ιρακινές περιοχές κατά τη διάρκεια του πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ. Επικαλούμενος προσχηματικά την ανάγκη «για εξέγερση εναντίον των αμερικανικών στρατευμάτων» στο Ιράκ, εξυπηρέτησε πλήρως τα σχέδιά τους για διαίρει και βασίλευε, καθώς προκάλεσε σιιτικό-σουνιτικό εμφύλιο πόλεμο και ηγήθηκε των σφαγών ενάντια στους Σιίτες. Οι υποστηρικτές του τον  αποκαλούσαν «Σεΐχη των σφαγέων».

[5] Οι Χαριτζίτες εμφανίστηκαν στον πρώτο αιώνα του Ισλάμ κατά τη διάρκεια της πρώτης Φίτνα, της κρίσης ηγεσίας μετά το θάνατο του Μωάμεθ. Εξεγέρθηκαν ενάντια στην εξουσία του Χαλίφη Αλή (ξαδέλφου και γαμπρού του Μωάμεθ), τον οποίο και δολοφόνησαν. Για εκατοντάδες χρόνια οι Χαριτζίτες ήταν πηγή εξέγερσης ενάντια στο Χαλιφάτο.

[6] Ο Σαγίντ Ιμπραήμ Χουσεΐν Σαντίλι Κουτμπ ήταν Αιγύπτιος πολιτικός θεωρητικός, ηγετικό μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

[7] Ο Ιμπν Ταϊμίγια (1263 – 1328) ήταν Σουνίτης Μουσουλμάνος λόγιος, νομικός, συντηρητικός, πρωτο-Σαλαφιστής θεολόγος και εικονομάχος. Είναι γνωστός για τη διπλωματική του εμπλοκή με τον Ιλχανιδικό ηγεμόνα Γκαζάν Χαν στη Μάχη του Μαρτζ αλ-Σαφάρ, η οποία τερμάτισε τις μογγολικές εισβολές στο Λεβάντε. Ως νομικός της σχολής Χανμπαλί, η καταδίκη από τον Ιμπν Ταϊμίγια πολλών σουφικών πρακτικών που σχετίζονται με την προσκύνηση αγίων και την επίσκεψη σε τάφους τον έκανε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για πολλούς ηγεμόνες και μελετητές της εποχής, γεγονός που οδήγησε στη φυλάκισή του αρκετές φορές. Μια πολωτική προσωπικότητα στην εποχή του και στους αιώνες που ακολούθησαν, ο Ιμπν Ταϊμίγια έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο επιδραστικούς μεσαιωνικούς μελετητές στο ύστερο σύγχρονο σουνιτικό Ισλάμ. Είναι επίσης γνωστός για την εμπλοκή του σε σφοδρές θρησκευτικές πολεμικές που επιτέθηκαν σε διάφορες σχολές ορθολογικής θεολογίας και ιδιαίτερα τη Σιιτική.
Οι πολυάριθμες πραγματείες του Ιμπν Ταϊμίγια που υποστηρίζουν τη σαλαφική πίστη, βασισμένες στις ακαδημαϊκές ερμηνείες του για το Κοράνι και τις παραδόσεις του Μωάμεθ, αποτελούν την πιο δημοφιλή κλασική αναφορά για τα μεταγενέστερα σαλαφιστικά κινήματα.

[8] Ο Χασάν αλ-Χουντάιμπι (1891 – 1973) ήταν ο δεύτερος ηγέτης της οργάνωσης Μουσουλμανική Αδελφότητα.

[9] Ο Γιουσούφ αλ-Καραντάουι (1926 – 2022) ήταν Αιγύπτιος ισλαμιστής λόγιος με έδρα τη Ντόχα του Κατάρ και πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Μουσουλμάνων Μελετητών. Οι επιρροές του περιελάμβαναν τους Ibn Taymiyya, Ibn Qayyim, Sayyid Rashid Rida, Hassan al-Banna και άλλους. Ήταν περισσότερο γνωστός για το πρόγραμμά του al-Sharīʿa wa al-Ḥayāh («Σαρία και Ζωή»), που μεταδίδονταν από το Al Jazeera και το οποίο είχε εκτιμώμενο κοινό 40–60 εκατομμύρια παγκοσμίως.

* Ο Λάρι Τζόνσον είναι πρώην αξιωματικός της CIA, αναλυτής πληροφοριών και πρώην σχεδιαστής και σύμβουλος στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Ως ανεξάρτητος εργολάβος, παρείχε εκπαίδευση στις Ομάδες Ειδικών Επιχειρήσεων του Στρατού των ΗΠΑ για 24 χρόνια.
Ήταν συχνός προσκεκλημένος σε όλα τα μεγάλα αμερικανικά δίκτυα από τη δεκαετία του 1990 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Καθώς όμως η διεξαγωγή «Αιώνιων Πολέμων» έγινε ο μοναδικός πολιτικός στόχος του 90% των αιρετών αξιωματούχων των ΗΠΑ και όλων των ΜΜΕ, οι φωνές που προσέφεραν ανεξάρτητη και αμερόληπτη ανάλυση πετάχτηκαν στα αζήτητα και ο Λάρι μαζί τους. Δυσφημισμένος από το κατεστημένο, δεξιό, αριστερό και κεντρώο, ο Λάρι θεωρεί πως κάτι κάνει σωστά.

Το 2024, απευθύνθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Ουκρανίας σε αμάχους και παρευρέθηκε στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης. Εμφανίζεται τακτικά σε διάφορους ειδησεογραφικούς ιστότοπους και ανεξάρτητα διαδικτυακά κανάλια, όπως το Sputnik, RT, Judging Freedom, Redacted και The Duran, μεταξύ πολλών άλλων.

Πηγή: sonar21.com