Στο πρώτο μέρος της ανάλυσής του σε δύο συνέχειες, ο Τιμ Άντερσον καταρρίπτει τους δυτικούς μύθους για την Υεμένη, εντοπίζοντας τις ρίζες, τις αξίες και την πολιτική επιτυχία της επανάστασης υπό την ηγεσία της Άνσαρ Αλλάχ, της μόνης γνήσιας επανάστασης της περιόδου της Αραβικής Άνοιξης.
Σημείωμα της Μεταφράστριας:
Με τη γενοκτονία στη Γάζα να παίρνει ακόμα πιο δραματικές διαστάσεις, σε σημείο που να μην μπορεί και να μην αντέχει κανείς να την περιγράψει με λόγια και με την αυτοαποκαλούμενη «πολιτισμένη» Δύση να διαπράττει την απειροστή γενοκτονία στην ιστορία της, μια ιστορία αποικιοκρατίας και ιμπεριαλισμού, παρουσιάζουμε ένα αφιέρωμα στον μοναδικό λαό που έμπρακτα μάχεται ενάντιά της, τον λαό της Υεμένης. Έναν λαό που υφίσταται κι ο ίδιος αποκλεισμό, βομβαρδισμούς και ανθρωπιστική κρίση εδώ και μια δεκαετία. Έναν λαό που δίκαια ονομάζεται σήμερα «η συνείδηση της ανθρωπότητας».
Πρόκειται για έναν αρχέγονο λαό και πολιτισμό, γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως η «ευδαίμων Αραβία» από τους γεωγράφους της Ελληνιστικής περιόδου και ως το Βασίλειο του Σαβά, από την Παλαιά Διαθήκη. Με γραπτή ιστορία από τον 12ο π.Χ. αιώνα, μάχεται για την ανεξαρτησία του ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή.
Στις υποσημειώσεις γίνεται μια προσπάθεια να διασαφηνιστούν οι όροι που άπτονται ισλαμικών θεολογικών διαφορών. Καθώς γνωρίζω ελάχιστα για το θέμα, οι πληροφορίες προέρχονται από έρευνα στο διαδίκτυο και δεν ισχυρίζομαι ότι είναι ορθές και ακριβείς. Σε καμία περίπτωση δεν δίνουν στοιχεία για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που βρίσκονται στη βάση αυτών των δογμάτων και διαφορών. Είναι όμως χρήσιμες ως πλοηγός για την ροή και την κατανόηση του κειμένου.
Γίνεται επίσης μια προσπάθεια να δοθεί μια σύντομη περιγραφή της σύγχρονης ιστορίας της Υεμένης, κυρίως στον 20ο αιώνα, ως αναφορά στο πλαίσιο που εντάσσονται οι πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα αυτή. Οι ατέλειωτοι κι αιματηροί αγώνες του λαού της Υεμένης ενάντια στην αποικιοκρατία, ειδικά τη Βρετανική, δεν μπορούν να χωρέσουν σε λίγες παραγράφους. Αξίζει όμως να σταθούμε για λίγο, να διαβάσουμε και να πάρουμε μια ιδέα για αυτόν τον πολύπαθο, μα και τόσο περήφανο λαό.
Βλ. το δεύτερο μέρος: Κατανοώντας την Υεμένη. β: Οι αξίες των Ανσάρ Αλλάχ
του Tim Anderson*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε
Al Mayadeen.net, 30 Ιουνίου 2025
Μέρος Πρώτο: Η Επανάσταση
Η Υεμένη, το πιο ανεξάρτητο αραβικό έθνος, με τη μόνη επιτυχημένη επανάσταση που προέκυψε από την αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη του 2011, έχει υποστεί επανειλημμένες επιθέσεις και δυσφήμιση από την Ουάσινγκτον και τα συμμαχικά της καθεστώτα. Πίσω από αυτές τις επιθέσεις κρύβεται ένα παρασκήνιο παραπληροφόρησης που συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας-Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ενάντια στην επαναστατική Υεμένη (2015-2022) και αναζωπυρώθηκε μετά την παρέμβαση της Υεμένης εναντίον των Ισραηλινών για τη γενοκτονία που διεξάγουν στη Γάζα (2023-2025). Νέα προσχήματα εφευρέθηκαν για να επιτεθούν στο θαρραλέο αυτό έθνος.
Στα τέλη του 2023, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Υεμένης (που παραπλανητικά αποκαλούνται «αντάρτες Χούθι») ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις τους στην Ερυθρά Θάλασσα για την υποστήριξη της Γάζας, αλλά στη συνέχεια δέχτηκαν επίθεση τόσο από τους Ισραηλινούς, όσο και από τους Αγγλοαμερικανούς χορηγούς τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, την ώρα που επιτίθονταν σε υποδομές της Υεμένης, ισχυρίζονταν ότι είχαν εμπλακεί σε «αυτοάμυνα», ακόμη και τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υποστήριζε την παράταση της προηγούμενης εκεχειρίας. Όσοι προμηθεύουν και προστατεύουν τη γενοκτονία στη Γάζα κατηγόρησαν την Υεμένη για «παράνομες επιθέσεις» (Δελτίο Τύπου ΟΗΕ 2024)[1], ενώ η Υεμένη ισχυρίστηκε ότι η Σύμβαση ενάντια στη Γενοκτονία του 1948 απαιτούσε άμεση δράση για την πρόληψη και την τιμωρία όσων διαπράττουν το έγκλημα της Γενοκτονίας και των συνεργών τους. Ο πρώην δικηγόρος του ΟΗΕ, ο Craig Mokhiber, ο οποίος παραιτήθηκε για τα εγκλήματα στη Γάζα, συμφώνησε ότι «Οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν την Υεμένη επειδή η Υεμένη ενεργεί, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο, για να σταματήσει τη γενοκτονία και την παράνομη πολιορκία στην Παλαιστίνη» (Mokhiber 2025). Ωστόσο, η κατάσταση επισκιάζεται από μύθους που αφορούν στην Υεμένη και την κυβέρνησή της υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ.

Στη δεξιά φωτογραφία ο Χουσεΐν αλ-Χούθι (1959 – 2004). Ήταν πολιτικός της Υεμένης, θρησκευτικός ηγέτης των Ζαϊντί και ο ιδρυτής του κινήματος των Άνσαρ Αλλάχ. Στην αριστερή ο Αμπντούλ Μαλίκ Μπαντρ αλ-Χούθι, νεότερος αδελφός του Χουσεΐν αλ-Χούθι. Γεννημένος το 1979, είναι ο ηγέτης των Άνσαρ Αλλάχ από το 2004 ως σήμερα. (Εικονογράφηση από τον Batoul Chamas για το Al Mayadeen English).
Πώς γίνεται τα δυτικά καθεστώτα, τα οποία ισχυρίζονταν ότι υποστήριζαν τις ψεύτικες επαναστάσεις του Λιβάνου, της Λιβύης και της Συρίας, να διεξάγουν συνεχή πόλεμο εναντίον της πραγματικής επανάστασης στην Υεμένη υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ;
Αυτή η αντίφαση βασίζεται σε δημοφιλείς μύθους, που έχουν στηθεί για να ξεγελάσουν τον κόσμο. Για να κατανοήσουμε σωστά, θα πρέπει να εξετάσουμε τα βασικά στοιχεία της παραπληροφόρησης για την Υεμένη παράλληλα με την ιστορία και τις αξίες των Άνσαρ Αλλάχ.
Η επαναστατική κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ, η οποία βρίσκεται στην εξουσία από τα τέλη του 2014, ελέγχει περίπου το 75% των κατοικημένων περιοχών της Υεμένης (Anderson 2023), αλλά έχει αναγνωριστεί μόνο από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν και, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, από την κυβέρνηση Άσαντ στη Συρία. Τα πρώτα χρόνια (2014-2015), η Ουάσιγκτον κατάφερε να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εγκρίνει μια σειρά ψηφισμάτων κατά των «ανταρτών Χούθι» στην Υεμένη, ισχυριζόμενη ότι αποσταθεροποιούσαν την Αραβική Χερσόνησο. Αργότερα, ένας πολεμικός συνασπισμός με επικεφαλής την Ουάσιγκτον, τα ΗΑΕ και τους Σαουδάραβες, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι αυτοί οι «αντάρτες Χούθι» ήταν απλώς όργανα του Ιράν.
Στην πραγματικότητα, οι Ζαϊντί[2] ηγέτες της φυλής Χούθι δημιούργησαν το κίνημα Άνσαρ Αλλάχ, το οποίο έχει εξαπλωθεί πολύ ευρύτερα στη χώρα, σχηματίζοντας μια κυβέρνηση συνασπισμού που περιλαμβάνει μεγάλα τμήματα του πρώην κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης. Όπως είναι ευρέως γνωστό (Popp 2015, Κέντρο της Σαναά 2021), οι Άνσαρ Αλλάχ μάχονται εναντίον των σεκταριστικών ομάδων Γουαχαμπιστών[3] και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας[4], δηλαδή ενάντια σε έναν παρόμοιο συνασπισμό δυνάμεων με εκείνους που χρησιμοποιούνται εναντίον της Λιβύης, της Συρίας, του Ιράκ, του Ιράν και του Λιβάνου.
Μέχρι σήμερα, η επαναστατική κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τους Άνσαρ Αλλάχ (που αποκαλούνται υποτιμητικά «αντάρτες Χούθι», σαν να επρόκειτο για οικογενειακό καθεστώς) ελέγχει την πρωτεύουσα της Υεμένης, Σαναά, και τις περισσότερες κατοικημένες περιοχές της χώρας για περισσότερο από μια δεκαετία. Στα τέλη του 2016, αυτός ο συνασπισμός, που περιλαμβάνει τμήματα του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου (GPC)[5] της αντιπολίτευσης, σχημάτισε μια Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας (NSG) (Rezeg 2016), της οποίας πρωθυπουργός ήταν για πολλά χρόνια ο Abdul Aziz Habtoor, μια προσωπικότητα του GPC και αποστάτης από το μεταβατικό καθεστώς του Mansour Hadi[6] (CNN 2016). Το 2024, αυτή η Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας αντικαταστάθηκε από μια Κυβέρνηση Αλλαγής και Ανοικοδόμησης, με επικεφαλής τον Ahmad Ghaleb Nasser Al Rahwi[7] (MEMO 2024). Ο Al Rahwi είναι ένας άλλος πρώην ηγέτης του GPC.
Μετά από μερικά χρόνια, οι ενημερωμένοι σχολιαστές αναγνώρισαν ότι «οι Άνσαρ Αλλάχ, που ορίζονται ως «οι de facto αρχές» σε ορισμένα έγγραφα του ΟΗΕ, οργάνωσαν τις δομές της καθημερινής ζωής για τη μεγάλη πλειοψηφία των Υεμενιτών (Bell 2022). Η βορειοαμερικανική δεξαμενή σκέψης Brookings αναγνώρισε ότι «οι Χούθι έχουν κερδίσει στην Υεμένη» (Riedel 2022). Ωστόσο, η άρνηση αυτής της βασικής πραγματικότητας έχει συμβάλει στην τροφοδότηση του πολέμου και της πολιορκίας. Κροκοδείλια δάκρυα έχουν χυθεί στα Ηνωμένα Έθνη για τους βομβαρδισμένους και πολιορκημένους πολίτες της Υεμένης, ενώ ένας συνασπισμός ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας-ΗΑΕ-Ισραήλ συνεχίζει τον αιματηρό του πόλεμο και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επιβάλλει τιμωρητικές κυρώσεις στην επαναστατική κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, στην πλειοψηφία του πληθυσμού.
Το μότο της Ουάσιγκτον είναι ότι «οι Χούθι, επίσημα γνωστοί ως Άνσαρ Αλλάχ (Αντάρτες του Θεού), είναι ένα υποστηριζόμενο από το Ιράν, σιιτικό μουσουλμανικό στρατιωτικό και πολιτικό κίνημα στην Υεμένη… [το οποίο] έχει εξαπολύσει μια σειρά από αιματηρές εξεγέρσεις εναντίον της κυβέρνησης της Υεμένης από το 2004, ανατρέποντάς την και καταλαμβάνοντας την εξουσία στη Σαναά το 2015» (CEP 2022). Η «κυβέρνηση της Υεμένης» που αναφέρεται εδώ είναι το μεταβατικό καθεστώς του 2011-2014 με επικεφαλής τον Mansour Hadi. Ωστόσο, ο Χάντι παραιτήθηκε και έφυγε από τη χώρα για τη Σαουδική Αραβία στις αρχές του 2015, και αυτός και οι διάδοχοί του βρίσκονται στην εξορία από τότε (Amos 2015). Ανεξάρτητα από αυτό, τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έχουν ορίσει τον Χάντι και την ακολουθία του ως «Πρόεδρο» και «κυβέρνηση» της Υεμένης και τους «αντάρτες Χούθι» ως οντότητα που έχει υποστεί κυρώσεις. Αυτή η διαστρέβλωση βρίσκεται στη ρίζα της αποτυχίας του ΟΗΕ να αντιμετωπίσει σωστά την κρίση της Υεμένης.
Από θρησκευτικής άποψης, οι Άνσαρ Αλλάχ είναι ένα κίνημα αναβίωσης των Ζαϊντιστών, αρκετά διαφορετικό από τον Σιιτισμό, εκτός από το ότι η θρησκεία τους, όπως και αυτή των Σιιτών, προτρέπει σε εξέγερση ενάντια στην άδικη διακυβέρνηση. Σε αντίθεση με τους Σιίτες, ωστόσο, οι Ζαϊντιστές δεν πιστεύουν στο αλάθητο ή την κληρονομική διαδοχή μιας σειράς Ιμάμηδων. Συχνά λέγεται ότι η νομολογία τους βρίσκεται πιο κοντά με τη σχολή Χανάφι[8] του Σουνιτικού Ισλάμ (Khan 2016). Οι Άνσαρ Αλλάχ άρχισαν να απολαμβάνουν κάποια υποστήριξη από το Ιράν μετά την άνοδό τους στην εξουσία.
Οι ευθυγραμμισμένοι με τις ΗΠΑ συγγραφείς παρουσιάζουν την Υεμένη ως μια «φυλετική δημοκρατία» (al-Qarawi 2011), κατακερματισμένη από «θρησκευτικές και πολιτισμικές διαιρέσεις» (Robinson 2021). Ωστόσο, αυτή η καρικατούρα αγνοεί τον ρόλο της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στον κατακερματισμό της Υεμένης και την επί δεκαετίες οικοδόμηση μιας γνήσιας «κοινωνικής επανάστασης» (Zabarah 1984). Ο Issaev[9] (2018) εξηγεί με αρκετή λεπτομέρεια γιατί η επανάσταση του 2014 με επικεφαλής τους Άνσαρ Αλλάχ θεωρείται ορθότερα ως συνέχεια της «ημιτελούς» Ρεπουμπλικανικής επανάστασης των αρχών της δεκαετίας του 1960[10].
Η πολιτική διαδικασία που οδήγησε τους Χούθι να σχηματίσουν τους Άνσαρ Αλλάχ και στη συνέχεια να δημιουργήσουν έναν συνασπισμό που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας περιελάμβανε συμμαχίες με άλλες ομάδες, όπως το Κόμμα Μπάαθ της Υεμένης (Άραβες εθνικιστές) και τους Σοσιαλιστές (Hizb al Ishtiraki), ενώ οι Άνσαρ Αλλάχ δημιούργησαν το κίνημα Ακλόνητη Νεολαία (Shabab al Sumud) (Wells 2012).
Ανεξάρτητα από αυτό, η δυτική ιστορία επιμένει σε γενικές γραμμές ότι η «επανάσταση» του 2011 ήταν απλώς η διαμαρτυρία και η εκδίωξη του πρώην Προέδρου Σαλέχ. Από αυτή την οριενταλιστική οπτική γωνία, η «κατάληψη της εξουσίας από τους Χούθι» απεικονίζεται ως αποσπασματικό γεγονός και παρεκτροπή (MEMO 2017). Μια καλύτερη άποψη είναι ότι ο συνασπισμός των Άνσαρ Αλλάχ ήταν κεντρικός στη συνέχιση μιας πραγματικής, ιθαγενούς επανάστασης της Υεμένης (al-Fasly 2015). Η επαναστατική κυβέρνηση μιλά για «Την Επανάσταση» όπως ορίζεται από την κατάληψη της πρωτεύουσας στις 21 Σεπτεμβρίου 2014, για να δείξει την υπερηφάνειά της που «ενσωματώνεται στην ιστορία της Υεμένης και στις ιδέες του παραδοσιακού πολιτισμού της Υεμένης» (Mohammad 2020).
Μια σειρά από ξένες επεμβάσεις ακολούθησαν μια «ειρηνευτική πρωτοβουλία» του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC – οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία), η οποία προσπάθησε να διχάσει ξανά τη χώρα και να εμποδίσει αυτήν την επανάσταση. Αυτές οι επεμβάσεις ηττήθηκαν. Από το 2015 και μετά, οι περισσότερες επιθέσεις βασίστηκαν σε αεροπορικές επιδρομές υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και σε μισθοφορικές χερσαίες δυνάμεις.
Τα αμερικανικά στρατεύματα έχουν επέμβει άμεσα στην Υεμένη αρκετές φορές από το 2015, με το πρόσχημα των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων. Φυσικά, είναι το ίδιο πρόσχημα που χρησιμοποιήθηκε για τους πολέμους δι’ αντιπροσώπων εναντίον της Συρίας και του Ιράκ. Στην πραγματικότητα, ο κύριος στόχος των ΗΠΑ είναι η επαναστατική κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ, που συνιστά από καιρό την πιο εδραιωμένη δύναμη κατά της Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο. Οι Άνσαρ Αλλάχ έχουν «αντιταχθεί σθεναρά στην Αλ Κάιντα και τα σουνιτικά σαλαφιστικά[11] κινήματα». Πράγματι, η σαουδαραβική υποστήριξη προς τον σεκταριστικό σαλαφισμό στη Βόρεια Υεμένη αναφέρεται ως «ένας από τους βασικούς παράγοντες για την εμφάνιση του κινήματος των Χούθι» (Popp 2015). Από το 2015, οι δυνάμεις των Άνσαρ Αλλάχ έχουν πολεμήσει εναντίον (και έχουν πραγματοποιήσει επίσης ανταλλαγές κρατουμένων με) ομάδες της Αλ Κάιντα που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Sanaa Centre 2021).
Η Υεμένη δεν είναι μια περιθωριακή, καθυστερημένη χώρα, φυλετικά διαιρεμένη, αλλά ένα μορφωμένο έθνος που καταπιέζεται από τις μηχανορραφίες των μεγάλων δυνάμεων, για πολλές δεκαετίες. Στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας και απέναντι από το Κέρας της Αφρικής, η Υεμένη παραμένει στο επίκεντρο των αμερικανικών φιλοδοξιών, αλλά είναι επίσης μια βασική τοποθεσία για την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI) της Κίνας. Ωστόσο, ενώ το αμερικανικό σχέδιο «Νέα Μέση Ανατολή» (Anderson 2019: Κεφ. 1) είναι ένα σχέδιο ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, που χρησιμοποιεί υβριδικούς πολέμους, η νέα υποδομή εμπορικών οδών της Κίνας (η BRI) δεν έχει τέτοια καταπιεστικά χαρακτηριστικά.
Η πολιορκία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ χωρίζει την Υεμένη σε τρία μέρη: (1) τον πιο πυκνοκατοικημένο Βορρά και τη Δύση, που ελέγχονται από την επαναστατική κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ, (2) μέρη του Μαρίμπ και της ανατολικής ερήμου, που εξακολουθούν να ελέγχονται από το καθεστώς με έδρα τη Σαουδική Αραβία και ομάδες της Αλ Κάιντα και (3) μεγάλα τμήματα του Νότου, που ελέγχονται από ένα Νότιο Μεταβατικό Συμβούλιο (STC) που υποστηρίζεται από τα ΗΑΕ, το οποίο ελέγχει επίσης την πόλη-λιμάνι του Άντεν (ICG 2021). Από το 2023, το «Ισραήλ» και τα ΗΑΕ κατέχουν επίσης το νησί Σοκότρα της Υεμένης, το οποίο είναι καταχωρημένο ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO (Werleman 2021).
Αναλυτές με έδρα την Ουάσινγκτον μιλούν για δίδυμους πολέμους εναντίον της κυβέρνησης υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ στη Σαναά και εναντίον της Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (AQAP) (Green 2019), παρόλο που η Αλ Κάιντα υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Ας δούμε λίγο πιο βαθιά την ιστορία της επανάστασης, μετά το 2011, στη συνέχεια τον ρόλο και την ευθύνη της «διεθνούς κοινότητας» και τέλος τις αξίες των Άνσαρ Αλλάχ.
Η Επανάσταση με Επικεφαλής τους Άνσαρ Αλλάχ
Οι προσπάθειες να χαρακτηριστεί η εξέγερση του 2011 ως «η επανάσταση» και να απορριφθεί η επακόλουθη «κατάληψη της εξουσίας από τους Χούθι» (η κορύφωση της πραγματικής επανάστασης της Υεμένης) ως κάτι αποκομμένο, αποτελούν ασκήσεις παραπληροφόρησης. Η ξένη επέμβαση με επικεφαλής τις ΗΠΑ, τους Σαουδάραβες, τα ΗΑΕ, το «Ισραήλ» και ορισμένους άλλους στοχεύει στην ανατροπή αυτής της επανάστασης και στη διατήρηση του έθνους αδύναμου και διαιρεμένου, όπως ήταν πριν από την ενοποίηση το 1990. Αυτό γίνεται για να εξυπηρετηθεί η ευρέως ανακοινωθείσα δέσμευση της Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει «δημιουργικό χάος» για να σχηματίσει μια υποτακτική «Νέα Μέση Ανατολή» χωρίς ανεξάρτητα καθεστώτα και αποκλείοντας τους σημαντικούς αντιπάλους.
Το κίνημα Άνσαρ Αλλάχ δημιουργήθηκε από ηγέτες της φυλής Χούθι, από τη βόρεια επαρχία Σάαντα, στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας το 2011. Το σύνθημά του («η κραυγή») παραμένει «Ο Θεός είναι Μέγας, Θάνατος στην Αμερική, Θάνατος στο Ισραήλ, Κατάρα στους Εβραίους, Νίκη στο Ισλάμ».
Ο όρος «Θάνατος στην Αμερική» έχει εξηγηθεί σε διάφορους Δυτικούς συγγραφείς ως η απόρριψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ και των πρακτικών της και δεν απευθύνεται στον λαό της Βόρειας Αμερικής.
Το «Θάνατος στο Ισραήλ» σηματοδοτεί την απαίτηση για το τέλος του αποικιακού καθεστώτος (Almahfali και Root 2020) καθώς και «ένα έργο ευαισθητοποίησης και διαφώτισης για την αντιμετώπιση της αμερικανικής και ισραηλινής επίθεσης» (Abdul-Malik al-Houthi 2025).
Ενώ συχνά ο δυτικός λόγος κάνει διάκριση μεταξύ Σιωνιστών και Εβραίων, οι περισσότερες αραβικές αναφορές στους «Εβραίους» τείνουν να συγχέουν τους δύο, αναφερόμενοι συνήθως στους Εβραίους εποίκους και αποικιοκράτες της Παλαιστίνης – εκείνους που ισχυρίζονται ότι «η Παλαιστίνη ανήκει δικαιωματικά στους Εβραίους». Οι Ισραηλινοί, οι οποίοι λένε επίσης ότι το αποικιακό τους κράτος αντιπροσωπεύει «τους Εβραίους» (Wells 2012), τώρα κατέχουν επίσης τμήματα της νότιας Συρίας, του νότιου Λιβάνου και της νότιας Υεμένης. Η «κατάρα» των Άνσαρ Αλλάχ απευθύνεται στους αποικιοκράτες και την αποικιακή τους κουλτούρα.
Οι Άνσαρ Αλλάχ συμμάχησαν από το 2011 και μετά με άλλες παρατάξεις της Υεμένης και ξεκίνησαν μια προσέγγιση με τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, με ανεξάρτητα κράτη και κόμματα, ιδίως με το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τη Συρία (Wells 2012). Μέχρι τα τέλη του 2022, φαινόταν ότι το Ιράν και η Συρία ήταν τα μόνα κράτη που αναγνώριζαν την Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας στη Σαναά. Αλλά αυτές οι σχέσεις δεν βασίζονταν στη θρησκεία. Ακόμη και η αναβίωση των Ζαϊντιτών στην Υεμένη «δεν μπορεί να θεωρηθεί μια απλή θρησκευτική αίρεση, συνιστά [την ευρύτερη] κληρονομιά των Ζαϊντιτών Χασεμιτών Ιμάμηδων», μια παράδοση διακυβέρνησης που διαμορφώνει τις κοινωνικές αξίες της Υεμένης σήμερα (Mohammad 2020).
Μια φτωχά τεκμηριωμένη εργασία ενός Υεμενίτη-Αμερικανού (Dashela 2021), εχθρικού προς την επανάσταση της Υεμένης, παρουσιάζει έναν άλλο μύθο για τους Άνσαρ Αλλάχ, ισχυριζόμενος ότι είναι ένα βίαιο, σεκταριστικό θρησκευτικό κίνημα, δημιούργημα κατά κάποιο τρόπο του Ιράν, που στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας κληρονομικής δυναστικής (Χασεμιτικής[12]) διακυβέρνησης. Πρόκειται για μια κατάφωρη διαστρέβλωση του μουσουλμανικού δόγματος της Αγίας Οικογένειας (Ahlul Bayt[13]) και της γραμμής των Σαγίντ[14], που αναγνωρίζεται τόσο από τις σιιτικές όσο και από τις ζαϊντιανές παραδόσεις.
Άλλοι Δυτικοί αναλυτές, επικριτικοί προς τους Άνσαρ Αλλάχ, παρατηρούν πιο προσεκτικά τις καινοτομίες της λαϊκής επανάστασης, η οποία – ενώ δανείζεται στοιχεία από την Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν – «δεν είναι το ίδιο με το Ιράν ούτε, όπως λένε, είναι οι Άνσαρ Αλλάχ σιιτικό κίνημα». Οι Gordon και Parkinson (2018) λένε ότι το να αποκαλούμε το κίνημα Άνσαρ Αλλάχ «σιιτικό» είναι μια άσκηση «ψευδούς κωδικοποίησης», αναγνωρίζοντας ότι «οι Χούθι δεν είναι ιρανικός πληρεξούσιος αλλά ένα κυρίως τοπικό πολιτικό κίνημα που ιδρύθηκε λόγω μακροχρόνιων προβλημάτων και αγώνων εξουσίας με επίκεντρο την Υεμένη» (Gordon και Parkinson 2018). Η Lackner (2024: 8) υποστηρίζει ότι οι Άνσαρ Αλλάχ αποκαθιστούν την κυριαρχία της θρησκευτικής τάξης των Ζαϊντί, όχι όμως ενός ιμαμάτου. Αναγνωρίζει ότι έχουν ενταχθεί αρκετές νέες θρησκευτικές και κοσμικές εορτές στο σύστημά τους, όπως η «Ημέρα της Κραυγής, η Ημέρα της Λαϊκής Επανάστασης, η Ημέρα της Ανθεκτικότητας, η Ημέρα των Μαρτύρων και τα γενέθλια του Προφήτη».
Η Λακνέρ, Γαλλίδα επικριτής των Άνσαρ Αλλάχ, αναγνωρίζει ωστόσο ότι τα δυτικά μέσα ενημέρωσης και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν χρησιμοποιήσει «ευρεία παραπληροφόρηση σχετικά με το κίνημα, συμπεριλαμβανομένων των ψευδών ισχυρισμών ότι είναι “απλώς Ιρανικά όργανα”» (Lackner 2024: 2). Παρατηρεί επίσης ότι, από την έναρξη των επιχειρήσεων στην Ερυθρά Θάλασσα για την υποστήριξη της Γάζας, «Μέσα στην Υεμένη, το κύρος [των Άνσαρ Αλλάχ] έχει αυξηθεί δραματικά, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Υεμενιτών… συμπαθούν τους Παλαιστίνιους» (Lackner 2024: 7).
Ο Badr al-Din Houthi[15] και ο γιος του Hussein ξεκίνησαν την πρωτοβουλία «Πιστοί Νέοι» το 1995. Αυτό το πιο συμπεριληπτικό κίνημα τόνιζε «την πατριωτική εκπαίδευση της νέας γενιάς» μελετώντας το δόγμα των Υεμενιτών Ζαϊντί (Issaev 2018: 12). Στη συνέχεια, ένα ευρύτερο φάσμα Υεμενιτών Νέων συμμετείχε στην εξέγερση του 2011, αλλά πολλοί ήταν ήδη πολιτικά στρατευμένοι. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 77% των νέων ήταν «πολιτικά ενεργό πριν από το 2011». Η πρόεδρος του Οργανισμού Muwatana για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Radhya Almutawakel, συμφώνησε: «υπήρχαν πολλοί ανεξάρτητοι νέοι στην πλατεία [το 2011], αλλά η πλειοψηφία τους ήταν Islah [Μουσουλμανική Αδελφότητα], Χούθι ή κάτι άλλο πρώτα» (Toska 2018).
Έπειτα, υπήρξε το αντιαιρετικό δογματικό ρήγμα. Η «Πιστή Νεολαία» απάντησε στους υποστηριζόμενους από τη Σαουδική Αραβία Σαλαφιστές/Ουαχαμπίτες αποκαλώντας τους «αληθινούς τρομοκράτες» που ήθελαν «να σπείρουν εχθρότητα και μίσος και να επιβάλουν τις ιδέες τους στους νέους Μουσουλμάνους» (Issaev 2018: 12). Από αυτό το ιδεολογικό σχίσμα, το κίνημα με επικεφαλής τον Χουσεΐν Μπαντρέντιν αλ Χούθι[16] – και μετά τον θάνατό του το 2004, από τον νεότερο αδελφό του Αμπντούλ Μαλίκ Μπαντρ αλ Ντιν αλ Χούθι[17] – κέρδισε την υποστήριξη από ομάδες σύμμαχες με τη φυλή των Χούθι και από εκείνους που είχαν αποξενωθεί από το παρόμοια σεκταριστικό κίνημα Ισλάχ και τη συνδεδεμένη με αυτό φυλή αλ Αχμάρ (Issaev 2018: 13).
Ο σαλαφισμός και ο ουαχαμπισμός στην Υεμένη έχουν κάποιες παραδοσιακές ρίζες, αλλά ενισχύθηκαν από τους Σαουδάραβες. Το κέντρο σαλαφιστών στο Νταρ αλ-Χαντίθ «λειτούργησε ως εστία εξτρεμισμού στην Υεμένη», συχνά βασισμένο σε ξένη χρηματοδότηση (Issaev 2018: 15). Παρ’ όλα αυτά, πολλά ρεύματα σαλαφισμού είχαν αναπτυχθεί στην Υεμένη, που περιγράφονται ποικιλοτρόπως ως «παραδοσιακός», «νέος» και «τζιχαντιστικός» σαλαφισμός, με τον τελευταίο «να εκπροσωπείται από την Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (AQAP)» (Khoshafah 2021). Μετά την παραίτηση του Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ από τη θέση του Προέδρου, η ομάδα Islah υποστήριξε τη δημιουργία ενός άλλου σαλαφιστικού κινήματος, της αλ Νούσρα, «με επικεφαλής τον Σεΐχη αλ Ζιντάνι και τον υεμενίτικο πυρήνα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας» (Issaev 2018: 14).
Έχει ειπωθεί ότι σκοπός των Άνσαρ Αλλάχ είναι να «αναστήσει την ηγεσία των Ζαϊντί» ώστε να αντιμετωπιστούν οι «διεισδύουσες σουνιτικές ιδεολογίες» (Nagi 2019). Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό σημαίνει την αντιμετώπιση των σεκταριστικών ιδεολογιών, ιδίως του σαλαφισμού που χρηματοδοτείται από τους Σαουδάραβες και – τουλάχιστον μέχρι τη ρήξη μεταξύ Ριάντ και Ντόχα το 2017 – του συνασπισμένου σεκταριστικού δικτύου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που προωθείται από το Κατάρ.
Στα τέλη του 2011, η απομάκρυνση του Σαλέχ οδήγησε σε μια πρόταση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), με επικεφαλής τους Σαουδάραβες. Ο Μανσούρ Χάντι, μια αδύναμη προσωπικότητα, επρόκειτο να είναι ο μεταβατικός πρόεδρος (2012-2014) ενώ θα λάμβανε χώρα μια Διάσκεψη Εθνικού Διαλόγου (NDC). Από μια ευρωπαϊκή οπτική γωνία, που έδειχνε συμπάθεια προς την σαουδαραβική κηδεμονία, αυτή η πρωτοβουλία του GCC, στην οποία είχε συμφωνήσει ο Σαλέχ, συνιστούσε μια μεταβατική διαδικασία που απέτρεψε έναν πιθανό εμφύλιο πόλεμο. Ο Σαλέχ παραχώρησε την εξουσία στον αναπληρωτή του Χάντι, ο οποίος εμφανίστηκε ως ο μοναδικός υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο και κέρδισε περισσότερο από το 99% των ψήφων τον Φεβρουάριο του 2012 (Popp 2015).
Ο Χάντι θα χαιρόταν να υιοθετήσει την πρόταση διχοτόμησης που έκανε το Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC). Φυσικά, το «διαίρει και βασίλευε» ήταν πάντα η προτιμώμενη επιλογή για την Ουάσινγκτον. Λίγο πριν από την επανένωση της Υεμένης το 1990, η CIA είχε παρουσιάσει τον ευσεβή πόθο της, μεταμφιεσμένο σε «ανάλυση», ότι η ενοποίηση της Υεμένης δεν ήταν δυνατή. Τον Ιανουάριο του 1990, η CIA ανέφερε: «Η βαθιά αμοιβαία δυσπιστία [και] η σημαντική εγχώρια αντίσταση στην ενότητα και στις δύο χώρες… είναι πιθανό να εμποδίσουν τη Σαναά και το Άντεν να επιτύχουν μια πλήρη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική συγχώνευση στο εγγύς μέλλον». Λέγεται ότι η Νότια Υεμένη φοβόταν την κυριαρχία του Βορρά και «οι Υεμενίτες παραδοσιακά ήταν κατακερματισμένοι κατά μήκος περιφερειακών, φυλετικών και ταξικών γραμμών». Η έκθεση αναγνώρισε την κοινή επιθυμία για «επικερδή κοινά αναπτυξιακά έργα» μέσω της ενότητας, αλλά επανειλημμένα τόνιζε ότι ήταν απίθανο να συμβεί αυτό (CIA 1990). Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1990, η Βόρεια και η Νότια Υεμένη κατέληξαν σε συμφωνία για την ενοποίησή τους (Dunbar 1992). Ωστόσο, η πρόταση νέας διχοτόμησης, που παρουσίασε το GCC στη διάσκεψη του «Εθνικού Διαλόγου» (δηλαδή πριν από την έναρξη του διαλόγου), απορρίφθηκε από τους Άνσαρ Αλλάχ και πολλούς άλλους.
Στη συνέχεια, οι Άνσαρ Αλλάχ επιδίωξαν μια επανάσταση, καταλαμβάνοντας αρκετές επαρχίες γύρω από την πρωτεύουσα και απομακρύνοντας την παρουσία των Σαλαφιστών από το Βορρά. Αυτό περιελάμβανε τον έλεγχο των φυλών που ήταν πιστές στο Κόμμα Islah, που συνδέεται με την Μουσουλμανική Αδελφότητα, στις επαρχίες Σάαντα και Αμράν. Χρησιμοποιήθηκαν συνθήματα κατά του εξτρεμισμού και του σεκταρισμού (Nagi 2019).
Αρκετοί αναλυτές συμφωνούν ότι υπάρχει μικρή βάση για «την κατηγορία ότι οι Χούθι ελέγχονται από το Ιράν και συνιστούν απλώς ένα εργαλείο της πολιτικής επέκτασης της Τεχεράνης», εν μέρει επειδή «οι Ιρανοί παρείχαν πολύ μέτρια βοήθεια και μάλιστα προσπάθησαν να αποτρέψουν τους Χούθι από το να διεκδικήσουν την εξουσία» (Popp 2015). Ένας Υεμενίτης δημοσιογράφος στη Σαναά λέει ότι η επακόλουθη υποστήριξη από το Ιράν είναι απίθανο να έχει καθοριστικό ρόλο στην «τελική επιτυχία ή αποτυχία» των Άνσαρ Αλλάχ (Abdulla Mohammed 2020). Μετά το 2015, το Ιράν παρείχε τουλάχιστον «ηθική υποστήριξη» στην κυβέρνησή τους. Ωστόσο, αυτή η σχέση ενισχύεται από το γεγονός ότι η επαναστατική κυβέρνηση αντιτάχθηκε στη Ριάντ και την σεκταριστική, αντισιιτική, ουαχαμπιτική αποστολή της. Είναι πιθανό η Χεζμπολάχ να έχει βοηθήσει με συμβουλευτικό ρόλο, για παρόμοιους λόγους (Khan 2016). Ακόμη και οι αναλυτές που δίνουν έμφαση στις σεκταριστικές πολιτικές διαιρέσεις λένε ότι «η επιρροή της Τεχεράνης είναι πιθανώς περιορισμένη, ειδικά επειδή οι Ιρανοί και οι Χούθι προσκολλώνται σε διαφορετικές σχολές του σιιτικού Ισλάμ» (Robinson 2021). Η Υεμένη, υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ, δημιούργησε γρήγορα συμμαχία με την Παλαιστίνη, το Ιράν και την πλουραλιστική Συρία (πριν τον Δεκέμβριο του 2024) για στρατηγικούς και όχι σεκταριστικούς λόγους.
Οι συζητήσεις στο Εθνικό Συμβούλιο Διακυβέρνησης (NDC) διήρκεσαν από τον Μάρτιο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2014, αλλά οι Άνσαρ Αλλάχ απέρριψαν την πρόταση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) για ομοσπονδιακή διαίρεση της χώρας σε έξι περιοχές. Αυτό θα σήμαινε επιστροφή στο παρελθόν και σοβαρή αποδυνάμωση της χώρας. Αντ’ αυτού, οι Άνσαρ Αλλάχ συμμάχησαν με τμήματα του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου και του Εθνικού Στρατού και, τον Σεπτέμβριο του 2014, κατέλαβαν την πρωτεύουσα. Η πρωτοβουλία διαίρεσης από το GCC έγινε αρνητικά δεκτή, δεδομένου ότι πολλές δυνάμεις στην Υεμένη είχαν υποστηρίξει την επανένωση της δεκαετίας του 1990 (Popp 2015). Ως αποτέλεσμα, η υποστήριξη προς το NDC και το μεταβατικό καθεστώς Χάντι εξανεμίστηκε. Ο Χάντι ήταν μια αδύναμη προσωπικότητα που είχε επίσης αποξενώσει τις σεκταριστικές ομάδες – το Κόμμα Islah, την Μουσουλμανική Αδελφότητα της Υεμένης και τις σαλαφιστικές ομάδες – καθώς και τους Άνσαρ Αλλάχ και τους συμμάχους τους. Η προσωρινή θητεία του, διάρκειας δύο ετών, παρατάθηκε για ένα έτος από τη Βουλή των Αντιπροσώπων (Issaev 2018: 16, 21). Ωστόσο, η επανάσταση του 2014-2015 άλλαξε τα πάντα.
Η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ παρενέβησαν τον Μάρτιο του 2015 για να εμποδίσουν τον συνασπισμό των Άνσαρ Αλλάχ να καταλάβει το Άντεν (Nagi 2019). Με αυτόν τον πόλεμο υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, το ευρύτερο νεανικό κίνημα και το εθνικιστικό κόμμα al-Watan διασπάστηκαν. Το Al-Watan, που ιδρύθηκε το 2011, είχε 8 από τους 40 εκπροσώπους της νεολαίας στο NDC και ορισμένα στελέχη του Al-Watan συμμετείχαν στο μεταβατικό καθεστώς του Χάντι (Toska 2018). Καθώς η υποστήριξη για τον σαουδαραβικού τύπου ουαχαμπισμό μειώθηκε – και ενώ το Islah κατήγγειλε όλες τις άλλες ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των νότιων) ως «άθεους» – η φυλή al Ahmar κατέφυγε στη συνεργασία με τους μισθοφόρους που κλήθηκαν για να πολεμήσουν τον συνασπισμό των Άνσαρ Αλλάχ. Αυτός ήταν ο πυρήνας της σαουδαραβικής επιχείρησης «Αποφασιστική Καταιγίδα» (Issaev 2018: 14).
Οι Σαουδάραβες και τα Εμιράτα προσέλαβαν αυτούς τους μισθοφόρους και τους προμήθευσαν με δυτικά όπλα. Αυτό που η κυβέρνηση της Σαναά αποκαλεί «συνασπισμό επιθετικότητας» έφτασε να περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, τους Σαουδάραβες, την Ιορδανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Μαρόκο, το Πακιστάν, τα ΗΑΕ, το Σουδάν, την Αίγυπτο, την Ερυθραία, ακόμη και ορισμένους μισθοφόρους από τη Λατινική Αμερική (Stevenson 2019). Το εύρος αυτού του συνασπισμού συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στις επιτυχημένες κινήσεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη να χαρακτηρίσουν το εξόριστο καθεστώς Χάντι ως αιώνια «κυβέρνηση» και την κυβέρνηση των Άνσαρ Αλλάχ ως αιώνιους «αντάρτες Χούθι».
Χιλιάδες ξένοι μισθοφόροι αναπτύχθηκαν από τα ΗΑΕ στη Νότια Υεμένη, για να στηρίξουν το Νότιο Μεταβατικό Συμβούλιο (STC). Σε αυτούς περιλαμβάνονταν Αμερικανικές και Γερμανικές πολιτοφυλακές που χρησιμοποιούσαν συμβασιούχους Δυτικούς, Άραβες, Αφρικανούς και φτωχούς Υεμενίτες ως πεζικάριους. Λέγεται ότι «οι Σουδανοί μισθοφόροι μόνο» που πολέμησαν για τις ξένες δυνάμεις κατοχής στην Υεμένη «έφθαναν τις 15.000» (Issa 2022).
Παρ ‘όλα αυτά, μέχρι τον Ιούλιο του 2016, οι Άνσαρ Αλλάχ και το Γενικό Λαϊκό Κογκρέσο σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού, πρώτα με μια Επαναστατική Επιτροπή και στη συνέχεια με ένα Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο (Sputnik Arabic 2018), το οποίο σύντομα έγινε Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας (NSG) (Rezeg 2016· Nagi 2019). Αυτή η πολιτική συμμαχία στην πρωτεύουσα προέκυψε λόγω σύγκλισης συμφερόντων. Αφότου ο συνασπισμός των Άνσαρ Αλλάχ κατέλαβε τη Σαναά και μεγάλο μέρος του στρατού της Υεμένης συμμετείχε στη διαδικασία, το ίδιο το Κόμμα του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου «υπέφερε από περιθωριοποίηση» (Al Hadaa 2017). Τμήματά του, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ηγετών, αποσχίστηκαν από το κόμμα για να ενταχθούν στους Άνσαρ Αλλάχ.
Παρά τον ρόλο του στην επίθεση κατά των Άνσαρ Αλλάχ και τη δολοφονία του ηγέτη της, Σαγίντ Χουσεΐν, ο πρώην πρόεδρος Ali Abdullah Saleh προσκλήθηκε στην Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας. Αλλά ο Σαλέχ δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος με τον ρόλο του σε αυτή τη νέα κυβέρνηση. Σύμφωνα με τους ηγέτες των Άνσαρ Αλλάχ, διατηρούσε τον δικό του προσωπικό στρατό και πρόδιδε την Υεμένη στους Σαουδάραβες, λαμβάνοντας χρήματα και άλλη υποστήριξη από τον «συνασπισμό της επιθετικότητας» (Sputnik Arabic 2018). Τον Δεκέμβριο του 2017, καθώς ο Σαλέχ προσπαθούσε να διαφύγει στη Σαουδική Αραβία, ξεκίνησε μια ανταλλαγή πυροβολισμών και οι δυνάμεις των Άνσαρ Αλλάχ σκότωσαν τον πρώην Πρόεδρο. Το υπουργείο Εσωτερικών της Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας ανέφερε το θάνατο «του Σαλέχ και των υποστηρικτών του… αφού αυτός και οι άντρες του απέκλεισαν τους δρόμους και σκότωσαν πολίτες σε σαφή συνεργασία με τις εχθρικές χώρες του συνασπισμού». Τα περισσότερα μέλη του GPC παρέμειναν στην επαναστατική κυβέρνηση.
Προδοσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας
Ο υβριδικός πόλεμος που διεξήχθη εναντίον της Υεμένης, ο οποίος οδήγησε σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως η «χειρότερη ανθρωπιστική κρίση» στον κόσμο (WFP 2022), διαιωνίστηκε, αντί να επιλυθεί, από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (UNSC). Επιπλέον, η πολιορκία κυρώσεων που έχει εγκριθεί από τον ΟΗΕ εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται την μικρή αναγνώριση της επανάστασης, τόσα χρόνια μετά.
Εάν υπάρχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τον λαό της Υεμένης, είναι απαραίτητη μια σοβαρή αναθεώρηση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ιδίως του ψηφίσματος 2216, το οποίο αντιπαραθέτει τεχνητά τη «νόμιμη εξουσία» ενός εξόριστου καθεστώτος-μαριονέτας με τους «αντάρτες Χούθι» που υποτίθεται ότι πραγματοποίησαν «πραξικόπημα» (Issaev 2018: 5, 28). Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επιβλήθηκαν στην de facto κυβέρνηση της Υεμένης, επιβάλλονται στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Υεμένης, την ώρα που αναγνωρίζεται ανοιχτά ότι η χώρα υποφέρει από ανθρωπιστική κρίση (Bell 2022).
Στημένο με σκοπό την πρόληψη του πολέμου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ την τελευταία δεκαετία έχει υποστηρίξει αποτελεσματικά και επανειλημμένα την στρατιωτική καταστολή της μόνης γνήσιας επανάστασης της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» (Ahmed 2021). Η Ουάσιγκτον πέτυχε τον δικό της στόχο στον ΟΗΕ από την αρχή, καθώς η καταστροφή του επαναστατικού συνασπισμού υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ ήταν μέρος του ευρύτερου στόχου της να καταστρέψει όλα τα ανεξάρτητα στοιχεία και να δημιουργήσει μια «Νέα Μέση Ανατολή» υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ (Bransten 2006).
Το Πεντάγωνο ανέθεσε το έργο της καταστροφής του συνασπισμού υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ («Επαναστάτες Χούθι») στους Σαουδάραβες, καθώς η Ουάσινγκτον έπεισε το Συμβούλιο Ασφαλείας να εγκρίνει τις σαουδαραβικές επιθέσεις σε εκείνες τις περιοχές της βόρειας και κεντρικής Υεμένης (συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Σαναά) που ελέγχονται από την επαναστατική κυβέρνηση. Αυτή η καταστολή πραγματοποιήθηκε βάσει των εξουσιών του Κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας της Αλ Κάιντα και της ήττας μιας υποτιθέμενης απειλής για τη «διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Ο πόλεμος και η πολιορκία συνεπάγονται άμεση παρέμβαση του ΟΗΕ στις κυρίαρχες υποθέσεις του λαού της Υεμένης, ενώ παράλληλα λειτουργούν υπέρ των Σαουδαράβων, του πραγματικού βασικού χορηγού των περιφερειακών ομάδων της Αλ Κάιντα.
Μια μελέτη του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Υεμένης (YCHR 2022) αποκάλυψε τους δεσμούς μεταξύ της συστηματικής βίας που επιβλήθηκε στον λαό της Υεμένης και των διαδοχικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από το 2011 έως το 2021 (CCHS 2022). Συνοπτικά, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επιδίωξε να υπερασπιστεί ένα προσωρινό καθεστώς που προέκυψε κατά τη διάρκεια των αγώνων για τη δημοκρατία του 2011-2012. Στη συνέχεια, δαιμονοποίησε και επέβαλε κυρώσεις στην αναδυόμενη επαναστατική κυβέρνηση, ενώ παράλληλα υποστήριξε σταθερά την πρόταση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου να διαιρέσει (και να αποδυναμώσει) τη χώρα, παρουσιάζοντας στον κόσμο μια μαριονέτα της Σαουδικής Αραβίας ως «πρόεδρο» της Υεμένης.
Μόλις τον Απρίλιο του 2015 ξεκίνησε η Ρωσία να απέχει από αποφάσεις ενάντια στους Άνσαρ Αλλάχ, δηλαδή από την έκτη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (2216) η οποία ενίσχυσε τις κυρώσεις κατά ορισμένων μερών στην Υεμένη (ΟΗΕ 2015). Ωστόσο, αυτή η αποχή ήρθε «πολύ αργά». Η μελέτη του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Υεμένης (CCHS 2022) δείχνει ότι τα ψηφίσματα #2014 του 2011 (UNSC 2014b) και #2051 του 2012 (UNSC 2012) του ΣΑΗΕ «άνοιξαν το δρόμο» για την παραπλάνηση της διεθνούς κοινότητας, ισχυριζόμενα ότι η αναταραχή στην Υεμένη αποτελούσε «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Αυτή η επίκληση ευρύτερης απειλής ήταν το μέσο για να δοθούν αργότερα, βάσει της απόφασης #2140 του Φεβρουαρίου 2014 (UNSC 2014a), εξουσίες καταναγκασμού.
Σε διαδοχικά ψηφίσματα (2014, 2051, 2140, 2201, 2204, 2216 και 2564) αυτή η υποτιθέμενη «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» συνδέθηκε με αναφορές σε ομάδες της Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (Al-Qaeda of the Arabian Peninsula – AQAP), συμμορίες που υποστηρίζονται ως γνωστόν από τους Σαουδάραβες (WION 2020) και ορισμένα άλλα μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Ακόμη και αμερικανικές πηγές αναγνωρίζουν ότι η Αλ Κάιντα και το ISIS στην Υεμένη αντιτάχθηκαν στην κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Άνσαρ Αλλάχ (Robinson 2022). Με άλλα λόγια, για να γίνει σωστά κατανοητό, οποιαδήποτε ευρύτερη απειλή για την ειρήνη από τη διεθνή τρομοκρατία σαφώς δεν προήλθε από τη νέα επαναστατική κυβέρνηση της Υεμένης, αλλά από αυτό που οι Υεμενίτες αποκαλούν «συνασπισμό επιθετικότητας» ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας (Civil Conglomerate 2021).
Το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Υεμένης αναφέρει ότι το ψήφισμα 2216 του Απριλίου 2015 «σόκαρε τον κόσμο» κλείνοντας τα μάτια στις φρικαλεότητες που διέπραξε ο συνασπισμός ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Από το 2014 και μετά, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ διατήρησε το παραμύθι ότι ο Abed Rabbuh Mansour Hadi, ο προσωρινός πρόεδρος του 2012, παρέμενε ο νόμιμος πρόεδρος της χώρας (Press TV 2021). Από την άλλη πλευρά, όσοι συμμετείχαν στην Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας της Υεμένης (Jonkers 2021), βάσει του ψηφίσματος 2216 του Απριλίου 2015, τιμωρήθηκαν και υπέστησαν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και εμπάργκο όπλων, επειδή υποτίθεται ότι συμμετείχαν σε «πράξεις που απειλούν την ειρήνη, την ασφάλεια ή τη σταθερότητα της Υεμένης».
Σε διαδοχικά ψηφίσματα (2014, 2140, 2201, 2216 και 2564), το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ προώθησε την «πρωτοβουλία» του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου και της (πλέον ανενεργής) «Διάσκεψης Εθνικού Διαλόγου», ενώ παράλληλα υποστήριζε στα λόγια «όλα τα εμπλεκόμενα μέρη» στην Υεμένη. Η διάσπαση της χώρας συνιστούσε απαράδεκτη πρόταση για τα περισσότερα κόμματα της Υεμένης.
Η πρόταση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) αγνόησε όλα όσα είχε πει και κάνει ο λαός της Υεμένης από το 2011. Αγνόησε το γεγονός ότι, από τις αρχές του 2015, ο Χάντι βρισκόταν σε εξορία στο Ριάντ. Η ακραία παραταξιακή στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ επιδίωξε να παγώσει στο χρόνο τις πολιτικές διαδικασίες της Υεμένης. Ακόμη και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης αναγνώρισαν ότι η υποστήριξη του πολέμου από τον ΟΗΕ ήταν μάταιη και καταστροφική, με έναν τίτλο του περιοδικού Time του 2016 να κραυγάζει: «Ο ΟΗΕ απογοήτευσε τα παιδιά της Υεμένης» (Offenheiser 2016).
Καμία υπηρεσία του ΟΗΕ δεν μπορούσε να λειτουργήσει σωστά υπό αυτό το απελπιστικό καθεστώς παρέμβασης. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ένιψε τα χέρια του, κραυγάζοντας «απογοητεύσαμε την Υεμένη», ενώ προσπαθούσε αδύναμα να κατηγορήσει «και τις δύο πλευρές» για τις παραβιάσεις (Reuters στη Γενεύη 2021). Στα τέλη του 2021, ο Ειδικός Απεσταλμένος του ΟΗΕ, Hans Grundberg, υπέβαλε μια σχεδόν άχρηστη έκθεση, μιλώντας για την «απογοήτευση και την απελπισία» του και ζητώντας τον τερματισμό των μαχών (Grundberg 2021). Αυτά ήταν κροκοδείλια δάκρυα, καθώς το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε νομιμοποιήσει τον αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους της χώρας.
Οι New York Times, οι οποίοι επί δεκαετίες υποστήριξαν κάθε πόλεμο υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην περιοχή, κατέφυγαν επίσης σε επιχειρήματα ίσων αποστάσεων, υποστηρίζοντας ότι εγκλήματα πολέμου διαπράχθηκαν «και από τις δύο πλευρές» (Cumming-Bruce 2019). Αλλά τι απέγιναν οι αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί εθνικής κυριαρχίας και μη επέμβασης;
Μετά από αρκετά χρόνια ανθρωπιστικής κρίσης, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έμεινε «να φέρει την ευθύνη» για τον αποτυχημένο πόλεμο, υποστηρίζοντας μια «κυβέρνηση» ενός εξόριστου «Προέδρου» και των διαδόχων του (από τότε που ο Χάντι συνταξιοδοτήθηκε το 2022) που έχουν να πατήσουν στο έδαφος της Υεμένης από τις αρχές του 2015. Αυτή ήταν μια μεγάλη προδοσία του λαού της Υεμένης εκ μέρους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Παρ ‘όλα αυτά, η νίκη των Άνσαρ Αλλάχ επί των δυνάμεων που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία στην Υεμένη κατέστη προφανής το 2017, παρά τα αδιάκοπα βελάσματα των στρατολογημένων μέσων ενημέρωσης για τους «αντάρτες Χούθι» (Al-Mouallimi 2017). Η επαναστατική κυβέρνηση της Υεμένης όχι μόνο είχε αντέξει πολλαπλές επιδρομές βομβαρδισμών και είχε απωθήσει διαδοχικά κύματα μισθοφόρων, αλλά στις αρχές του 2022, είχε χτυπήσει το αεροδρόμιο του Ντουμπάι και τις εγκαταστάσεις της Saudi Aramco στην Τζέντα (El Yaakoubi και El Dahan 2022).
Με την πετρελαϊκή τους οικονομία να δέχεται επίθεση και με την απειλή εισβολών από την Υεμένη σε σαουδαραβικό έδαφος, οι Σαουδάραβες άρχισαν να ζητούν ειρήνη. Υπήρξε η Συμφωνία της Στοκχόλμης με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ το 2018 και στη συνέχεια η Συμφωνία της Χουντάιντα (UNMHA) τον Ιανουάριο του 2019, η οποία άνοιξε το δρόμο για κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση των δυνάμεων από την πόλη Χουντάιντα και τα λιμάνια Χουντάιντα, Σάλιφ και Ρας Ισά (DPPA 2019). Αυτό επέτρεψε την εισαγωγή καυσίμων και σιτηρών στις προηγουμένως αποκλεισμένες περιοχές της βόρειας, δυτικής και κεντρικής Υεμένης. Ορισμένες περιορισμένες συμφωνίες εκεχειρίας ξεκίνησαν το 2022 (UN Press 2022), οδηγώντας σε μια πανεθνική κατάπαυση του πυρός τον Δεκέμβριο του 2023 (UN Press 2024).
Παραπομπές του άρθρου:
- Abdul Malik al-Houthi, (2025) «Ο ηγέτης των Άνσαρ Αλλάχ λέει ότι ο πόλεμος των ΗΠΑ απέτυχε να σταματήσει την Υεμένη, επαναβεβαιώνει την υποστήριξή του προς την Παλαιστίνη», The Cradle, 8 Μαΐου, διαδικτυακά: https://thecradle.co/articles/ansarallah-leader-says-us-war-failed-to-stop-yemen-reaffirms-support-for-palestine
- Ahmed, Omar (2021) «Γιατί η μόνη πραγματική επανάσταση της μετα-Αραβικής Άνοιξης ήταν αυτή της Υεμένης», Παρατηρητήριο Μέσης Ανατολής (Middle East Monitor), 12 Νοεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.middleeastmonitor.com/20211112-why-yemens-was-the-only-real-revolution-post-arab-spring/
- al-Fasly, Mahmoud Sagheer (2015) «Μαρτυρίες από την Επανάσταση της Υεμένης» στο Voices of the Arab Spring, Columbia University Press, διαδικτυακά: https://www.degruyter.com/document/doi/10.7312/alsa16318-037/html
- Al Hadaa, Karima (2017) «Η Δυναμική της Συμμαχίας Χούθι-GPC», Ειρηνευτικό Έργο για την Υεμένη, 2 Ιουνίου, διαδικτυακά: https://www.yemenpeaceproject.org/blog-x/houthi-gpc-alliance
- Almahfali, Mohammed και James Root (2020) «Πώς η Ισλαμική Επανάσταση του Ιράν επηρεάζει και δεν επηρεάζει την κυριαρχία των Χούθι στη Βόρεια Υεμένη», Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Σαναά, 13 Φεβρουαρίου, διαδικτυακά: https://sanaacenter.org/publications/analysis/9050
- al-Qarawi, Hisham (2011) ‘Η Επανάσταση της Υεμένης: αντικατάσταση του Ali Abdullah Saleh ή αντικατάσταση παρωχημένων θεσμών;’, Αραβικό Κέντρο Έρευνας και Πολιτικών Μελετών, Ινστιτούτο Ντόχα, διαδικτυακά: https://www.dohainstitute.org/en/lists/ACRPS-PDFDocumentLibrary/Yemeni_Revolution.pdf
- Al-Mouallimi, Abdallah Y. (2017) «Εξαρτάται από τους επαναστάτες να σταματήσουν τον πόλεμο στην Υεμένη», New York Times, 3 Οκτωβρίου, διαδικτυακά: https://www.nytimes.com/2017/10/03/opinion/yemen-war-houthis.html
- Amos, Deborah (2015) «Για τον εκδιωχθέντα πρόεδρο της Υεμένης, μια εξορία πέντε αστέρων χωρίς τέλος», NPR, 14 Ιουνίου, διαδικτυακά: https://www.npr.org/sections/parallels/2015/06/14/413913530/for-yemens-ex-president-a-five-star-exile-with-no-end-in-sight
- Anderson, Tim (2023) «Προδομένη Υεμένη», Κέντρο Αντιηγεμονικών Σπουδών, διαδικτυακά: https://counter-hegemonic-studies.site/yemen-w/
- Ardemagni, Eleonora (2024) «Πέρα από τον Άξονα: Οι Χούθι της Υεμένης Χτίζουν το «Δίκτυο Αντίστασης» τους», RUSI, 18 Νοεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.rusi.org/explore-our-research/publications/commentary/beyond-axis-yemens-houthis-are-building-their-network-resistance
- Bell, Steve (2022) «Ώρα να τερματιστεί, όχι να κλιμακωθεί ο πόλεμος στην Υεμένη», Stop the War Coalition UK, 24 Ιανουαρίου, διαδικτυακά: https://www.stopwar.org.uk/article/time-to-end-not-escalate-the-war-on-yemen/
- Bransten, Jeremy (2006) «Μέση Ανατολή: Η Κοντολίζα Ράις καλεί για μια «Νέα Μέση Ανατολή», RFERL, 25 Ιουλίου, διαδικτυακά: https://www.rferl.org/a/1070088.html
- Carboni, Andrea (2021) «Ο Μύθος της Σταθερότητας: Εσωτερικές Διαμάχες και Καταστολή σε Εδάφη που Ελέγχονται από τους Χούθι», Δεδομένα Τοποθεσίας και Γεγονότων Ένοπλων Συγκρούσεων (ACLED), 9 Φεβρουαρίου, διαδικτυακά: https://acleddata.com/2021/02/09/the-myth-of-stability-infighting-and-repression-in-houthi-controlled-territories/
- CCHS (2022) «Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πρόδωσε τον λαό της Υεμένης», Κέντρο Αντιηγεμονικών Σπουδών, 21 Ιανουαρίου, διαδικτυακά: https://counter-hegemonic-studies.site/unsc-yemen-1/
- CEP (2022) «Χούθι», Πρόγραμμα Αντιεξτρεμισμού, [υπό την ηγεσία της κυβέρνησης των ΗΠΑ] διαδικτυακά: https://www.counterextremism.com/threat/houthis
- CIA (1990) «Βόρεια και Νότια Υεμένη: αναζητώντας την ενότητα», Διεύθυνση Πληροφοριών των ΗΠΑ, 19 Ιανουαρίου, διαδικτυακά: https://www.cia.gov/readingroom/docs/DOC_0000244584.pdf
- Πολιτικό Συγκρότημα Υεμένης (2021) «Το Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταγγέλλει την πρόσφατη δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Υεμένη», 24 Οκτωβρίου, διαδικτυακά: http://www.ccdf-ye.org/en/2021/10/24/ministry-of-human-rights-denounces-recent-un-security-council-statement-on-yemen/
- CNN (2016) «Οι Χούθι της Υεμένης σχηματίζουν αιφνιδιαστικά νέα κυβέρνηση», CNN, 29 Νοεμβρίου, διαδικτυακά: https://edition.cnn.com/2016/11/29/middleeast/yemen-houthis-new-government/index.html
- Cumming-Bruce, Nick (2019) «Εγκλήματα πολέμου διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές στην Υεμένη, λέει η επιτροπή του ΟΗΕ», New York Times, 3 Σεπτεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.nytimes.com/2019/09/03/world/middleeast/war-crimes-yemen.html
- Dashela, Adel (2021) «Η πολιτική σκέψη του κινήματος Χούθι της Υεμένης», Φεβρουάριος, διαδικτυακά: https://www.researchgate.net/publication/348944453_The_Political_Thought_of_Yemen%27s_Houthi_Movement
- Τμήμα Πολιτικών και Ειρηνευτικών Υποθέσεων ΟΗΕν(DPPA) (2019) «UNMHA, Συμφωνία Χουντάιντα», Πολιτικά και Ειρηνευτικά Θέματα του ΟΗΕ, 16 Ιανουαρίου, διαδικτυακά: https://dppa.un.org/en/mission/unmha-hudaydah-agreement
- Dunbar, C. (1992) Η ενοποίηση της Υεμένης: Διαδικασία, πολιτική και προοπτικές. Middle East Journal, 46(3), 456–476. http://www.jstor.org/stable/4328466
- El Yaakoubi, Aziz και Maha El Dahan (2022) «Εγκαταστάσεις αποθήκευσης πετρελαίου της Saudi Aramco χτυπήθηκαν από επίθεση των Χούθι, ξέσπασε πυρκαγιά», Reuters, 26 Μαρτίου, διαδικτυακά: https://www.reuters.com/world/middle-east/saudi-air-defences-destroy-houthi-drones-state-tv-2022-03-25/
- Gordon, Anna και Sarah Parkinson (2018) «Πώς οι Χούθι έγιναν «σιίτες»», Middle East Research and Information Project, 27 Ιανουαρίου, διαδικτυακά: https://merip.org/2018/01/how-the-houthis-became-shia/
- Green, Daniel R. (2019) «Συντρίβοντας την σκιώδη κυβέρνηση της αλ Κάιντα στην Υεμένη», Washington Institute for Near East Policy, διαδικτυακά: https://www.washingtoninstitute.org/media/950
- Grundberg, Hans (2021) «Ενημέρωση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών από τον Ειδικό Απεσταλμένο για την Υεμένη – Hans Grundberg, 14 Δεκεμβρίου 2021», διαδικτυακά: https://reliefweb.int/report/yemen/briefing-united-nations-security-council-special-envoy-yemen-hans-grundberg-14-december
- Hussein Badr Din al Houthi (2001a) «Μαθήματα από την Καθοδήγηση του Ευγενικού Κορανίου, Διεθνής Ημέρα Quds (το Παλαιστινιακό όνομα της Ιερουσαλήμ), 28/9/1422, Έκτη Ημέρα, διαδικτυακά: https://counter-hegemonic-studies.site/hussein-6/
- Hussein Badr Din al Houthi (2001b) «Μαθήματα από την Καθοδήγηση του Νόμπελ Κορανίου, Διεθνής Ημέρα Quds (το Παλαιστινιακό όνομα της Ιερουσαλήμ), 28/9/1422, Δέκατη Ημέρα, διαδικτυακά: https://counter-hegemonic-studies.site/hussein-10/
- Διεθνής Ομάδα Κρίσεων (2021) «Το Νότιο Μεταβατικό Συμβούλιο της Υεμένης: Μια πράξη ευαίσθητης ισορροπίας», International Crisis Group, 30 Μαρτίου, διαδικτυακά: https://www.crisisgroup.org/middle-east-north-africa/gulf-and-arabian-peninsula/yemen/yemens-southern-transitional-council-delicate-balancing-act
- Issa, Mona (2022) «Μισθοφόροι στην Υεμένη: Εθνικότητες, αριθμοί και φρικαλεότητες», Al Mayadeen, 29 Μαρτίου, διαδικτυακά: https://english.almayadeen.net/news/politics/mercenaries-in-yemen:-nationalities-numbers-horrors
- Issaev, Leonid M. (2018) «Υεμένη: Ημιτελής Επανάσταση», Σειρά Εγγράφων του Φόρουμ Al Sharq, Κωνσταντινούπολη, διαδικτυακά: https://www.hse.ru/mirror/pubs/share/224915854
- Ίδρυμα Ισλαμικής Σκέψης (2014) «Ο Ιμάμης Χομεϊνί και η Ιδέα του Μεγάλου Ισλαμικού Κράτους και των Ελεύθερων και Ανεξάρτητων Δημοκρατιών», ITF, διαδικτυακά: http://www.imam-khomeini.com/web1/english/showitem.aspx?cid=2021&pid=2355
- Jonkers, Brecht (2021) «Αψηφώντας τα εμπόδια, οι επαναστατικές δυνάμεις της Υεμένης σημειώνουν εκπληκτικές νίκες», The Crescent, [Jumada’ al-Ula’ 17, 1442], διαδικτυακά: https://crescent.icit-digital.org/articles/defying-odds-yemen-s-revolutionary-forces-score-stunning-victories
- Khan, Sabahat (2016) «Οι ιδεολογικές συγγένειες των Χούθι με το Ιράν», The Arab Weekly, 30 Οκτωβρίου, διαδικτυακά: https://thearabweekly.com/ideological-affinities-houthis-iran
- Khoshafah, Amjad (2021) «Συμφωνίες Συνύπαρξης Χούθι-Σαλαφιστών: Κίνητρα και Μελλοντικές Προοπτικές», Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Σαναά, διαδικτυακά: https://sanaacenter.org/publications/analysis/15839
- Lackner, Helen (2024) «Οι Άνσαρ Αλλάχ της Υεμένης», Έργο Έρευνας και Πληροφόρησης για τη Μέση Ανατολή, 313, Χειμώνας 2024, διαδικτυακά: https://merip.org/2025/01/yemens-ansar-allah/
- Middle East Monitor (2017) «Ενθυμούμενοι την Επανάσταση της 21ης Σεπτεμβρίου στην Υεμένη», (MEMO), 21 Σεπτεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.middleeastmonitor.com/20170921-remembering-the-september-21-revolution-in-yemen/
- MEMO (2024) «Υεμένη: Το Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο αναθέτει στον Ahmad Al-Rahwi την ηγεσία της νέας κυβέρνησης», Παρατηρητήριο Μέσης Ανατολής, 12 Αυγούστου, διαδικτυακά: https://www.middleeastmonitor.com/20240812-yemen-supreme-political-council-tasks-ahmad-al-rahwi-to-lead-new-government/
- Ιρανικό Πρακτορείο Ειδήσεων Mehr – MNA (2025) «Οι Υεμενίτες διοργανώνουν μαζικές πανεθνικές φιλοπαλαιστινιακές συγκεντρώσεις», Mehr News Agency, 23 Μαΐου, διαδικτυακά: https://en.mehrnews.com/news/232183/Yemenis-hold-massive-nationwide-pro-Palestine-rallies
- Mohammed, Mohammed Abdulla (2020) «Το κίνημα των Χούθι από μια τοπική προοπτική: Μια αναζωπύρωση του πολιτικού Ζαϊντισμού», Sana’a Center For Strategic Studies, διαδικτυακά: https://sanaacenter.org/publications/analysis/11925
- Mojalli, Almigdad (2015) «Η παραδοσιακή φυλετική δικαιοσύνη υπερισχύει των κρατικών νόμων για πολλούς στην Υεμένη», Middle East Eye, 26 Νοεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.middleeasteye.net/features/traditional-tribal-justice-trumps-state-laws-many-yemen
- Mokhiber, Craig (2025) «Η Υεμένη ενεργεί υπεύθυνα για να σταματήσει τη γενοκτονία και οι ΗΠΑ τους βομβαρδίζουν γι’ αυτό», Mondoweiss, 1 Απριλίου, διαδικτυακά: https://mondoweiss.net/2025/04/yemen-is-acting-responsibly-to-stop-genocide-and-the-u-s-is-bombing-them-for-it/
- Mugahed, Rim (2022) «Οι Φυλές και το Κράτος στην Υεμένη», Sanaa Center, 21 Ιανουαρίου, διαδικτυακά: https://sanaacenter.org/publications/main-publications/16156#Tribes_and_Revolutions
- Nagi, Ahmed (2019) «Οι Χούθι της Υεμένης χρησιμοποίησαν πολλαπλές ταυτότητες για να προελάσουν», Carnegie Middle East centre, 19 Μαρτίου, διαδικτυακά: https://carnegie-mec.org/2019/03/19/yemen-s-houthis-used-multiple-identities-to-advance-pub-78623
- Offenheiser, Ray (2016) «Ο ΟΗΕ απογοήτευσε τα παιδιά της Υεμένης», Time, 15 Ιουνίου, διαδικτυακά: https://time.com/4370208/the-u-n-failed-yemens-children/
- Panah, Maryam (2007) Η Ισλαμική Δημοκρατία και ο Κόσμος: παγκόσμιες διαστάσεις της Ιρανικής Επανάστασης, Pluto Press, Λονδίνο
- Popp, Roland (2015) «Πόλεμος στην Υεμένη: Επανάσταση και Σαουδαραβική Παρέμβαση», αναλύσεις για την πολιτική ασφαλείας, Ζυρίχη, Τεύχος 175, Ιούνιος, διαδικτυακά: https://www.research-collection.ethz.ch/bitstream/handle/20.500.11850/118212/eth-49383-01.pdf
- Ιρανικό Κανάλι Press TV (2021) «Συγκέντρωση των Υεμενιτών για την επέτειο της επανάστασης της 21ης Σεπτεμβρίου. Καταδικάζουν την ξένη επιθετικότητα», 21 Σεπτεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.presstv.ir/Detail/2021/09/21/666972/Yemen-September-21-Revolution-Ansarallah-Movement-Rally-Saudi-Arabia-Foreign-Aggression
- Reuters στη Γενεύη (2021) «Απογοητεύσαμε την Υεμένη»: Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ τερματίζει την έρευνα για εγκλήματα πολέμου», The Guardian, 7 Οκτωβρίου, διαδικτυακά: https://www.theguardian.com/world/2021/oct/07/un-human-rights-council-votes-to-end-yemen-war-crimes-investigation
- Rezeg, Ali Abdo (2016) «Οι Χούθι ανακοινώνουν κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» στην Υεμένη», AA, 28 Νοεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.aa.com.tr/en/middle-east/houthis-announce-national-salvation-govt-in-yemen/695048
- Riedel, Bruce (2022) «Οι Χούθι κέρδισαν στην Υεμένη: Τι γίνεται τώρα;», Brookings, 1 Φεβρουαρίου, διαδικτυακά: https://www.brookings.edu/blog/order-from-chaos/2022/02/01/the-houthis-have-won-in-yemen-what-next/
- Robinson, Kali (2022) «Η τραγωδία της Υεμένης: Πόλεμος, αδιέξοδο και βάσανα», Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, 21 Οκτωβρίου, διαδικτυακά: https://www.cfr.org/backgrounder/yemen-crisis
- Root, Tik (2013) «Οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης αψηφούν χρόνια πολέμου και καταστολής», BBC, 18 Ιουνίου, διαδικτυακά: https://www.bbc.com/news/world-middle-east-22933234
- Κέντρο Σαναά (2021) «Η περίεργη ιστορία των ανταλλαγών κρατουμένων μεταξύ Χούθι-AQAP στην Υεμένη», Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Σαναά, διαδικτυακά: https://sanaacenter.org/publications/analysis/16002
- Sputnik Αραβικά (2018)”سبوتنيك” تنشر الجزء الأول من حوارها مع محمد علي الحوثي”, [Το Sputnik δημοσιεύει το πρώτο μέρος της συνέντευξής του με τον Μοχάμεντ Αλί αλ-Χούθι] 8 Ιουλίου, διαδικτυακά: https://sarabic.ae/20180708/محمد-علي-الحوثي-الحوثي-16336html.
- Stevenson, Tom (2019) «Σαουδική συμμαχία στην Υεμένη: Πολιτοφυλακές και μισθοφόροι που υποστηρίζονται από δυτική δύναμη πυρός», Middle East Eye, 28 Μαρτίου, διαδικτυακά: https://www.middleeasteye.net/news/saudis-coalition-yemen-militias-and-mercenaries-backed-wester
- Toska, Silvana (2018) «Η άνοδος, η πτώση και η αναγκαιότητα των νεολαιίστικων κινημάτων της Υεμένης», Πολιτικές Επιστήμες Μέσης Ανατολής, Σχολή Διεθνών Υποθέσεων Elliot, διαδικτυακά: https://pomeps.org/the-rise-and-fall-and-necessity-of-yemens-youth-movements
- Tuboltsev, Alexander (2025) «Η Αντίσταση της Υεμένης: Μια μάχη σημαντική για ολόκληρο τον κόσμο», Al Mayadeen, 17 Μαρτίου, διαδικτυακά: https://english.almayadeen.net/articles/opinion/the-yemeni-resistance–a-battle-important-for-the-whole-worl
- ΟΗΕ (2015) «Το Συμβούλιο Ασφαλείας απαιτεί τον τερματισμό της βίας στην Υεμένη, υιοθετώντας το ψήφισμα 2216 (2015), με αποχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επιβάλλει επίσης κυρώσεις σε βασικά πρόσωπα της πολιτοφυλακής», Ηνωμένα Έθνη, 14 Απριλίου, διαδικτυακά: https://www.un.org/press/en/2015/sc11859.doc.htm
- UN Press (2022) «Ομόφωνα υιοθετώντας το ψήφισμα 2643 (2022), Το Συμβούλιο Ασφαλείας παρατείνει την εντολή της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών για την υποστήριξη της συμφωνίας της Χουντάιντα για ένα έτος», Συμβούλιο Ασφαλείας, 9091η Συνάντηση, 13 Ιουλίου, διαδικτυακά: https://press.un.org/en/2022/sc14968.doc.htm
- UN Press (2024) «Η Διαρκής εθνική εκεχειρία και η περιφερειακή αποκλιμάκωση είναι κρίσιμης σημασίας για την επαναφορά της ειρηνευτικής διαδικασίας στην Υεμένη, λέει ο ειδικός απεσταλμένος στο Συμβούλιο Ασφαλείας», Συμβούλιο Ασφαλείας, 9548η Συνάντηση, 14 Φεβρουαρίου, διαδικτυακά: https://press.un.org/en/2024/sc15590.doc.htm
- UNSC (2012) «Ψήφισμα 2051 (2012) Υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στην 6784η συνεδρίασή του, στις 12 Ιουνίου 2012», Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, 12 Ιουνίου, διαδικτυακά: http://unscr.com/en/resolutions/doc/2051
- UNSC (2014α) «Ψήφισμα 2140 (2014) Υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στην 7119η συνεδρίασή του, στις 26 Φεβρουαρίου 2014», 26 Φεβρουαρίου, διαδικτυακά: http://unscr.com/en/resolutions/doc/2140
- UNSC (2014β) «Ψήφισμα 2014 (2011) Υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στην 6634η συνεδρίασή του, στις 21 Οκτωβρίου 2011», Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, 21 Οκτωβρίου διαδικτυακά: http://unscr.com/en/resolutions/doc/2014
- Wells, Madeleine (2012) «Το κίνημα των Χούθι στην Υεμένη και η επανάσταση», Foreign Policy, 27 Φεβρουαρίου, διαδικτυακά: https://foreignpolicy.com/2012/02/27/yemens-houthi-movement-and-the-revolution/
- Werleman, C.J. (2021) «Η προσάρτηση της Σοκότρα από τα ΗΑΕ και το Ισραήλ είναι η πιο σημαντική περίπτωση κατοχής στη Μέση Ανατολή από το 1967», Inside Arabia, 5 Οκτωβρίου, διαδικτυακά: https://insidearabia.com/uae-israeli-annexation-of-socotra-is-most-significant-me-occupation-since-1967/
- WFP (2022) «Η χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο», Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων, διαδικτυακά: https://www.wfp.org/yemen-crisis
- Ινδικό Ειδησεογραφικό Πρακτορείο WION (2020) «Το κέντρο της χρηματοδότησης της Αλ Κάιντα: Πώς η τρομοκρατική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας απέτυχε», 13 Νοεμβρίου, διαδικτυακά: https://www.wionews.com/world/epicenter-of-al-qaeda-financing-how-saudi-arabias-terror-policy-backfired-343023
- Worth, Robert F. (2016) ‘Μια Μανία για την Τάξη: Η Μέση Ανατολή σε αναταραχή, από την πλατεία Ταχρίρ μέχρι το ISIS, τον Farrar, τον Straus και τον Giroux’, Νέα Υόρκη
- Ya Libnan (2015) «Κορυφαίος επαναστάτης Χούθι της Υεμένης καλωσορίζει τις ειρηνευτικές συνομιλίες του ΟΗΕ, συνέντευξη», 4 Ιουνίου, διαδικτυακά: https://yalibnan.com/2015/06/04/top-yemen-houthi-rebel-welcomes-un-peace-talks-interview/
- YCHR (2022) Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Υεμένης, διαδικτυακά: https://ychr.org
- Zabarah, Mohammed A. (1984) «Η Επανάσταση της Υεμένης του 1962 ως κοινωνική επανάσταση», στο Contemporary Yemen, Routledge
Διευκρινιστικές υποσημειώσεις της μεταφράστριας:
[1] Μέσα στις παρενθέσεις ο Συντάκτης παραθέτει την πηγή. Οι πλήρεις παραπομπές δίνονται αμέσως πιο πάνω, στο τέλος του άρθρου του.
[2] Ο Ζαΐντ ιμπν Αλί ήταν ένας μορφωμένος θρησκευτικός λόγιος. Το 740 μ.Χ. ηγήθηκε μιας ανεπιτυχούς εξέγερσης εναντίον του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών, στην οποία σκοτώθηκε. Όλες οι σχολές του Ισλάμ, Σουνίτες και Σιίτες, θεωρούν τον Ζαΐντ ως έναν δίκαιο μάρτυρα ενάντια σε αυτό που θεωρήθηκε ως η διεφθαρμένη ηγεσία ενός άδικου βασιλιά που ανακηρύχθηκε χαλίφης. Αναφέρεται ακόμη και ότι ο Μουτζταχίντ Ιμάμης Αμπού Χανίφα, ιδρυτής της μεγαλύτερης σχολής σουνιτικής νομολογίας, παρείχε οικονομική υποστήριξη στην εξέγερση του Ζαΐντ και κάλεσε και άλλους να συμμετάσχουν στην εξέγερσή του.
Ο Ζαϊντισμός (αραβικά: الزَّيْدِيَّة), γνωστός και ως Πεντάπλευρος Σιιτισμός, είναι ένας κλάδος του Σιιτικού Ισλάμ που εμφανίστηκε τον όγδοο αιώνα μετά την ανεπιτυχή εξέγερση του Ζαΐντ ιμπν Αλί εναντίον του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών. Ο Ζαϊντισμός είναι ένας από τους τρεις κύριους κλάδους του Σιιτισμού, με τους άλλους δύο να είναι ο Δωδεκαδισμός και ο Ισμαηλισμός.
[Ο Δωδεκαδικός Σιιτισμός (αραβικά: اِثْنَا عَشَرِيَّة) είναι ο μεγαλύτερος κλάδος του Σιιτικού Ισλάμ, που περιλαμβάνει περίπου το 85% όλων των Σιιτών Μουσουλμάνων. Ο όρος Δωδεκαδικός αναφέρεται στην πίστη των οπαδών του σε δώδεκα θεϊκά χειροτονημένους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες, νόμιμους διαδόχους του Προφήτη Μωάμεθ, γνωστούς ως Δώδεκα Ιμάμηδες και στην πεποίθησή τους ότι ο τελευταίος Ιμάμης, ο Ιμάμης αλ-Μαχντί, ζει σε απόκρυψη (ghayba) και θα επανεμφανιστεί ως «ο αναμενόμενος Μαχντί» μαζί με τον αναμενόμενο Ναμπί Ισά, τον Ιησού, τον Μεσσία (Al-Masih) γιο της Μπίμπι Μαριάμ (Παρθένου Μαρίας), προκειμένου να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και η ειρήνη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν περίπου 160 εκατομμύρια Δωδεκαδιστές: οι περισσότεροι κάτοικοι του Ιράν, του Ιράκ και του Αζερμπαϊτζάν και σημαντικές μειονότητες στο Μπαχρέιν, τον Λίβανο, την Ινδία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Σαουδική Αραβία, το Μπαγκλαντές, το Κουβέιτ, το Ομάν, τα ΗΑΕ και το Κατάρ. Το Ιράν είναι η μόνη χώρα όπου ο Δωδεκαδικός Σιιτισμός είναι η κρατική θρησκεία.
Οι Ισμαηλίτες, που δημιουργήθηκαν κι αυτοί τον 8ο αιώνα μ.Χ., πήραν το όνομά τους από την αποδοχή του Ιμάμη Ισμαήλ ιμπν Τζαφάρ ως χρισμένου πνευματικού διαδόχου του Τζαφάρ αλ-Σαντίκ, κάτι που τους διαφοροποιεί από τους Δωδεκαδιστές Σιίτες, οι οποίοι δέχονται ως τον αληθινό έκτο Ιμάμη τον Μούσα αλ-Καζίμ, τον νεότερο αδελφό του Ισμαήλ. Η ισμαηλική σκέψη επηρεάζεται έντονα από τον νεοπλατωνισμό.
Η μεγαλύτερη αίρεση των Ισμαηλιτών είναι οι Νιζαρίτες, οι οποίοι αναγνωρίζουν τον Αγά Χαν ως τον 50ό κληρονομικό Ιμάμη, ενώ οι άλλες ομάδες είναι γνωστές ως ο κλάδος Ταϊγιμπί. Η περιοχή με το υψηλότερο ποσοστό Ισμαηλιτών είναι το Γκόρνο-Μπανταχσάν στο Τατζικιστάν, αλλά Ισμαηλίτες μπορούν να βρεθούν στην Κεντρική Ασία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, το Πακιστάν, την Υεμένη, τον Λίβανο, τη Μαλαισία, τη Συρία, την Ινδία, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, το Ιράκ, το Κουβέιτ, την Ανατολική Αφρική, την Αγκόλα, το Μπαγκλαντές, τη Νότια Αφρική και τα τελευταία χρόνια έχουν μεταναστεύσει στις χώρες της ΕΕ, τη Ρωσία, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.]
Ο Ζαϊντισμός θεωρείται συνήθως ως ο σιιτικός κλάδος που βρίσκεται πιο κοντά στο Σουνιτικό Ισλάμ, αν και η «κλασική» μορφή του Ζαϊντισμού (συνήθως αναφέρεται ως Χανταουί) ιστορικά άλλαξε τη στάση της απέναντι στις σουνιτικές και σιιτικές παραδόσεις πολλές φορές, σε σημείο που η απλή αποδοχή του Αλί (του τέταρτου χαλίφη, ξάδερφου και γαμπρού του προφήτη Μωάμεθ, που κυβέρνησε από το 656 μ.Χ. μέχρι τη δολοφονία του το 661, καθώς και του πρώτου Σιίτη Ιμάμη) από τους Ζαϊντιστές ως νόμιμου διαδόχου του Μωάμεθ ήταν αρκετή για να θεωρηθούν Σιίτες. Οι δωδεκαδιστές Σιίτες μερικές φορές θεωρούν τον Ζαϊντισμό ως «πέμπτη σχολή» του Σουνιτικού Ισλάμ.
Οι Ζαϊντί θεωρούν τον ορθολογισμό πιο σημαντικό από την κορανική κυριολεξία και ιστορικά ήταν αρκετά ανεκτικοί απέναντι στον Σαφιτικό Σουνισμό, τη θρησκεία περίπου των μισών Υεμενιτών. Οι περισσότεροι Ζαϊντί του κόσμου βρίσκονται στη βόρεια Υεμένη και στο Νατζράν της Σαουδικής Αραβίας.
[3] Ο Ουαχαμπισμός (αραβικά: وهابية, Wahhābiya) αποτελεί θρησκευτικό κίνημα/κλάδο του σουνιτικού Ισλάμ. Περιγράφεται ως υπερσυντηρητικό, φονταμενταλιστικό, πουριτανικό, ισλαμικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, με σκοπό την αποκατάσταση της καθαρής μονοθεϊστικής λατρείας (ταουχίντ) από μελετητές και υποστηρικτές, αλλά και ως εξτρεμιστικό ψευδοσουνιτικό κίνημα, από τους αντιπάλους του. Οι υποστηρικτές του κινήματος συχνά αντιτίθενται στον όρο «Ουαχαμπισμός» θεωρώντας τον υποτιμητικό και προτιμούν να αποκαλούνται Σαλαφιστές ή μουαχίντ.
Ο Ουαχαμπισμός πήρε την ονομασία του από έναν κήρυκα και λόγιο του δέκατου όγδοου αιώνα, τον Μουχάμαντ ιμπν Αμπντ αλ-Ουαχάμπ (1703-1792). Αυτός ξεκίνησε ένα κίνημα αφυπνισμού στην απομακρυσμένη, αραιοκατοικημένη περιοχή του Νατζντ της σημερινής Σαουδικής Αραβίας, υποστηρίζοντας την κάθαρση από πρακτικές όπως η δημοφιλής «λατρεία των αγίων» και η επίσκεψη σε βωμούς και μαυσωλεία, ευρέως διαδεδομένες μεταξύ των μουσουλμάνων, τις οποίες θεωρούσε ειδωλολατρεία (σιρκ), ακαθαρσία και νεοτερισμό στο Ισλάμ (μπίντα). Τελικά σύναψε συμφωνία με τον τοπικό ηγέτη Μουχάμαντ μπιν Σαούντ προσφέροντάς του πολιτική υπακοή και δίνοντας την υπόσχεση ότι η προστασία και διάδοση του κινήματος Ουαχάμπι θα σήμαινε για αυτόν «εξουσία και δόξα» όπως και κυριαρχία επί γης και ανδρών.
Η συμμαχία μεταξύ των οπαδών του ιμπν Αμπντ αλ-Ουαχάμπ και των διαδόχων του Μουχάμαντ μπιν Σαούντ (Οίκος του Σαούντ) αποδείχθηκε ανθεκτική. Σήμερα οι διδασκαλίες της σέχτας Ουαχάμπι είναι χρηματοδοτούμενες από το κράτος και αποτελούν την επίσημη μορφή του σουνιτικού Ισλάμ στη Σαουδική Αραβία.
[4] Η Κοινωνία των Αδελφών Μουσουλμάνων γνωστή ως Μουσουλμανική Αδελφότητα (αραβικά: الإخوان المسلمون), αλλά και ως Αδελφοί Μουσουλμάνοι, είναι μια διακρατική οργάνωση σουνιτών ισλαμιστών που ιδρύθηκε στην Αίγυπτο το 1928 από τον μουσουλμάνο λόγιο και δάσκαλο Χασάν αλ-Μπάννα.
Αρχικά ξεκίνησε ως ένα παν-ισλαμικό θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτικούς στόχους, κυρίως για τον τερματισμό της αγγλικής κατοχής της Αιγύπτου. Ο δηλωμένος στόχος του κινήματος είναι η εγκαθίδρυση ενός χαλιφάτου που θα διέπεται από τον νόμο της σαρία.
Η ομάδα εξαπλώθηκε και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες, αλλά εξακολουθεί να έχει μία από τις μεγαλύτερες οργανώσεις της στην Αίγυπτο, παρά τη συνεχή κυβερνητική καταστολή από το 1948. Παρέμενε ως μια περιθωριακή ομάδα στην πολιτική του αραβικού κόσμου μέχρι τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967, οπότε ο ισλαμισμός άρχισε να αντικαθιστά τον δημοφιλή κοσμικό αραβικό εθνικισμό μετά την αραβική ήττα από το Ισραήλ. Το κίνημα υποστηρίχθηκε επίσης από τη Σαουδική Αραβία.
Η Αραβική Άνοιξη το νομιμοποίησε και το κατέστησε ουσιαστική πολιτική δύναμη. Η Αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα νομιμοποιήθηκε το 2011 και κέρδισε αρκετές εκλογές, συμπεριλαμβανομένων των προεδρικών εκλογών του 2012, όταν ο υποψήφιός της Μοχάμεντ Μόρσι έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Αιγύπτου που απέκτησε εξουσία μέσω εκλογών. Ένα χρόνο αργότερα, μετά από μαζικές διαδηλώσεις και αναταραχές, η κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ανατράπηκε από τον στρατό. Η ομάδα στη συνέχεια απαγορεύτηκε στην Αίγυπτο και κηρύχθηκε τρομοκρατική οργάνωση.
Τα τελευταία χρόνια, οι κύριοι κρατικοί υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας είναι το Κατάρ και η Τουρκία, υπό την κυβέρνηση Ερντογάν. Από το 2015, θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από τις κυβερνήσεις του Μπαχρέιν, της Αιγύπτου, της Ρωσίας, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
[5] Το Γενικό Λαϊκό Κογκρέσο (GPC· αραβικά: المؤتمر الشعبي العام) είναι πολιτικό κόμμα στην Υεμένη. Ήταν το κυβερνητικό κόμμα της Βόρειας Υεμένης πριν την ενοποίηση το 1990. Η γραμμή του είναι η εθνική ανεξαρτησία και η επίσημη ιδεολογία του είναι ο αραβικός εθνικισμός, επιδιώκοντας την αραβική ενότητα.
Το κόμμα ιδρύθηκε στις 24 Αυγούστου 1982 στη Σαναά της Βόρειας Υεμένης από τον Πρόεδρο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ. Μετά την ενοποίηση της Υεμένης το 1990, ο Σαλέχ παρέμεινε πρόεδρος της ενωμένης χώρας και το Γενικό Λαϊκό Κογκρέσο αναδείχθηκε ως το μεγαλύτερο κόμμα στις βουλευτικές εκλογές του 1993. Στη συνέχεια κέρδισε τις εκλογές του 1997 εν μέσω μποϊκοτάζ από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Υεμένης (το ηγετικό κόμμα της Σοσιαλιστικής Νότιας Υεμένης πριν την ενοποίηση του 1990). Ο Σαλέχ επανεξελέγη πρόεδρος το 1999, το 2003 και το 2006.
Παραιτήθηκε το 2011 ως αποτέλεσμα της Επανάστασης της Υεμένης και ο Abdrabbuh Mansur Hadi, του ίδιου κόμματος, εξελέγη ως διάδοχός του. Ο Σαλέχ προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία στη χώρα και το GPC στον επόμενο εμφύλιο πόλεμο. Ακολουθώντας το μεγαλύτερο μέρος του GPC το 2015, τάχθηκε με τους Άνσαρ Αλλάχ. Ένα μικρότερο μέρος του GPC στη συνέχεια συμμάχησε με τον Χάντι και τον διεθνή συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας.
Το 2017, ο Σαλέχ προσπάθησε να ανατρέψει τους Χούθι. Ωστόσο, το πραξικόπημα απέτυχε και ο Σαλέχ καθώς και ο γενικός γραμματέας του κόμματος Aref al-Zouka σκοτώθηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος των πρώην οπαδών του Σαλέχ παρέμεινε πιστό στους Ανσάρ Αλλάχ. Αυτό το τμήμα του GPC συνεχίζει να υποστηρίζει την κυβέρνηση της Υεμένης στη Σαναά και εξέλεξε τον Sadeq Ameen Abu Rass ως νέο πρόεδρο του GPC.
[6] Ο Abdrabbuh Mansour Hadi είναι Υεμενίτης πολιτικός και πρώην στρατιωτικός, ο οποίος διετέλεσε δεύτερος πρόεδρος της Υεμένης από το 2012 μέχρι το 2015. Προηγουμένως διετέλεσε αντιπρόεδρος της Υεμένης από το 1994 έως το 2012 υπό τον Πρόεδρο Ali Abdullah Saleh.
Ο Mansour Hadi εξελέγη συναινετικά πρόεδρος για μια διετή μεταβατική περίοδο στις 21 Φεβρουαρίου 2012 από τις πολιτικές παρατάξεις της Υεμένης, σε εκλογές όπου ήταν ο μοναδικός υποψήφιος, αν και από αυτές απείχαν τόσο οι Άνσαρ Αλλάχ στο βορρά, όσο και οι Νότιοι Αυτονομιστές στο νότο της χώρας. Η θητεία του Χάντι παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος τον Ιανουάριο του 2014. Σύμφωνα τους Άνσαρ Αλλάχ, ο Χάντι αρνούνταν να παραδώσει εξουσία μετά τη λήξη της θητείας του.
Στις 22 Ιανουαρίου 2015, αναγκάστηκε να παραιτηθεί εν μέσω μαζικών διαμαρτυριών κατά της απόφασής του να μειώσει τις επιδοτήσεις καυσίμων και λόγω δυσαρέσκειας για την απεμπόληση των στόχων της επανάστασης του 2011. Στη συνέχεια, οι Άνσαρ Αλλάχ και οι υποστηρικτές του Σαλέχ κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο και έθεσαν τον Χάντι σε κατ’ οίκον περιορισμό. Οι Άνσαρ Αλλάχ όρισαν μια Επαναστατική Επιτροπή για να αναλάβει τις εξουσίες της προεδρίας και συμμάχησαν με το Γενικό Λαϊκό Κογκρέσο, το πολιτικό κόμμα του Χάντι. Ένα μήνα αργότερα, ο Χάντι δραπέτευσε στην πατρίδα του, το Άντεν, ανακάλεσε την παραίτησή του και καταδίκασε την κατάληψη της εξουσίας από τους Άνσαρ Αλλάχ. Την επόμενη μέρα, πήγε στο Ριάντ καθώς ο συνασπισμός χωρών με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία εισέβαλε στην Υεμένη ‘υπέρ της κυβέρνησής του’. Επέστρεψε στο Άντεν τον Σεπτέμβριο του 2015, καθώς οι δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τη Σαουδική Αραβία ανακατέλαβαν την πόλη. Από τα τέλη του 2017, διαμένει στο Ριάντ υπό κατ’ οίκον περιορισμό. Το 2022, ο Χάντι παραιτήθηκε από επικεφαλής της εξόριστης κυβέρνησης – μαριονέτα και μεταβίβασε την εκτελεστική εξουσία στον Ρασάντ αλ-Αλίμι.
[7] Ο Ahmed Ghaleb Nasser al-Rahawi είναι ο νυν πρωθυπουργός της κυβέρνησης της Υεμένης (από τις 10 Αυγούστου 2024). Είναι μέλος του κόμματος του Γενικού Λαϊκού Κογκρέσου και έχει υπηρετήσει στο Ανώτατο Πολιτικό Συμβούλιο της Υεμένης. Κατάγεται από το Khanfar, στο Κυβερνείο Abyan της Υεμένης και είναι μέλος της φυλής Al-Rahawi, δηλαδή από τη Νότια Υεμένη. Ο πατέρας του, Ghaleb Nasser al-Rahawi, ήταν πολιτικός, μέλος της κυβέρνησης της Νότιας Υεμένης πριν την ενοποίηση.
Ο Al-Rahawi έχει υποστεί αρκετές απόπειρες δολοφονίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν πολλά μέλη της οικογένειάς του και το 2015, η Αλ Κάιντα ανατίναξε το μοναδικό του σπίτι, στο Ba Tays.
[8] Η σχολή Χανάφι είναι η μεγαλύτερη από τις τέσσερις μεγάλες σουνιτικές σχολές ισλαμικής νομολογίας, η οποία πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της, Αμπού Χανίφα (δες υποσημείωση 2). Είναι γνωστή για την έμφαση που δίνει στη λογική και την αναλογία στην ερμηνεία του ισλαμικού νόμου, καθιστώντας την μία από τις πιο ευέλικτες και προσαρμόσιμες σχολές. Το ερμηνευτικό πλαίσιο Χανάφι ακολουθείται ευρέως στην Κεντρική Ασία, την Ινδία, το Πακιστάν, την Τουρκία και τα πρώην οθωμανικά εδάφη.
[9] Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Ανώτατης Σχολής Οικονομικών του Εθνικού Ερευνητικού Πανεπιστημίου στη Μόσχα και Αναπληρωτής Πρόεδρος του Εργαστηρίου Παρακολούθησης Κινδύνων Κοινωνικοπολιτικής Αποσταθεροποίησης με εστίαση στην Αφρική και τη Δυτική Ασία.
[10] H Επανάσταση της 26ης Σεπτεμβρίου, γνωστή και ως ο εμφύλιος πόλεμος της Βόρειας Υεμένης, διεξήχθη στη Βόρεια Υεμένη από το 1962 έως το 1970 μεταξύ ανταρτών του Βασιλείου Μουταουακκιλί και υποστηρικτών της Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης. Ο πόλεμος ξεκίνησε με πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε το 1962 από επαναστάτες δημοκρατικούς με επικεφαλής τον στρατό υπό την διοίκηση του Αμπντουλάχ αλ-Σαλάλ. Εκθρόνισε τον νεοστεφθέντα βασιλιά και Ιμάμη Μουχάμαντ αλ-Μπαντρ και κήρυξε την Υεμένη δημοκρατία υπό την προεδρία του. Η κυβέρνησή του κατάργησε τη δουλεία στην Υεμένη. Ο Ιμάμης διέφυγε στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία, όπου συγκέντρωσε υποστήριξη από τις βόρειες φυλές Ζαϊντί για να ανακτήσει την εξουσία και η σύγκρουση κλιμακώθηκε γρήγορα σε έναν πλήρη εμφύλιο πόλεμο.
Από την πλευρά των βασιλικών, η Βρετανία, η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ τους παρείχαν στρατιωτική βοήθεια. Οι δημοκρατικοί υποστηρίχθηκαν από την Αίγυπτο (τότε επίσημα γνωστή ως Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία ή ΗΑΔ) και έλαβαν πολεμικά αεροσκάφη από τη Σοβιετική Ένωση. Τον Φεβρουάριο του 1968 οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τον πόλεμο.
Παράλληλα, εξελισσόταν η επανάσταση για την αποτίναξη της αποικιοκρατίας από τη Νότια Υεμένη και οι Βρετανοί είχαν εκδιωχθεί από το Προτεκτοράτο τους, την Ομοσπονδία της Νότιας Αραβίας, η οποία είχε πλέον γίνει η Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Οι βασιλικοί παρέμειναν ενεργοί στη Βόρεια Υεμένη μέχρι το 1970. Το 1970, η Σαουδική Αραβία αναγνώρισε τη Δημοκρατία.
Μέχρι το 1971, τόσο η Αίγυπτος όσο και η Σαουδική Αραβία είχαν αποσυρθεί από την Βόρεια Υεμένη. Η Νότια Υεμένη συνδέθηκε με τη Σοβιετική Ένωση. Το καλοκαίρι του 1972, ξέσπασε ένας συνοριακός πόλεμος που έληξε με μια δήλωση τόσο από τη Βόρεια όσο και από τη Νότια Υεμένη ότι θα επανενώνονταν. Τελικά αυτό επιτεύχθηκε το 1990.
Ιστορικά στοιχεία για την κατανόηση:
Βόρεια Υεμένη: Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1918 που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η βόρεια Υεμένη έγινε ανεξάρτητο κράτος ως το Μουταουακκιλιτικό Βασίλειο της Υεμένης. Ο όρος Βόρεια Υεμένη χρησιμοποιείται για να περιγράψει το Βασίλειο της Υεμένης (1918-1962) και την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης (1962-1990). Η πρωτεύουσά της ήταν η Σαναά και βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα της σημερινής Υεμένης, που βρέχεται από την Ερυθρά Θάλασσα και τα νότιά της όρια περιέκλειαν το γνωστό στενό Μπαμπ αλ-Μαντάμπ.
Νότια Υεμένη: η Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής νοτιοανατολικής Υεμένης από το 1967 μέχρι την ενοποίησή της με την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης το 1990. Το μοναδικό σοσιαλιστικό κράτος στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο, περιλάμβανε τα νότια και ανατολικά κυβερνεία της σημερινής Δημοκρατίας της Υεμένης, συμπεριλαμβανομένων των νησιών Πέριμ, Καμάραν και του Αρχιπελάγους Σοκότρα και είχε πρωτεύουσα το Άντεν.
Ο διαχωρισμός της Υεμένης σε Βόρεια και Νότια εντοπίζεται στο 1874 με τη δημιουργία της Βρετανικής Αποικίας του Άντεν και του Προτεκτοράτου του Άντεν, τα οποία αποτελούσαν τα δύο τρίτα της σημερινής Υεμένης. Πριν από το 1937, αυτό που έμελλε να γίνει η Αποικία του Άντεν είχε κυβερνηθεί ως μέρος της Βρετανικής Ινδίας, αρχικά ως ο Οικισμός του Άντεν υποτελής στο προτεκτοράτο της Βομβάης και στη συνέχεια ως επαρχία του Βρετανού Γενικού Επιτρόπου της Ινδίας. Το 1963, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (NLF) και το Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Κατεχόμενης Νότιας Υεμένης (FLOSY) επαναστάτησαν ενάντια στη βρετανική κυριαρχία. Η Βρετανική κυριαρχία ανατράπηκε για να δημιουργηθεί η Λαϊκή Δημοκρατία της Νότιας Υεμένης στις 30 Νοεμβρίου 1967.
Στις 22 Ιουνίου 1969, η μαρξιστική-λενινιστική παράταξη του NLF με επικεφαλής τους Αμπντέλ Φατάχ Ισμαήλ και Σαλίμ Ρουμπάι Άλι, ανέτρεψε τον Νασεριστή πρόεδρο Καχτάν αλ-Σαάμπι σε ένα εσωτερικό αναίμακτο πραξικόπημα που αργότερα ονομάστηκε Διορθωτική Κίνηση. Αργότερα δημιουργήθηκε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Υεμένης (YSP) και η Νότια Υεμένη μετατράπηκε σε σοσιαλιστικό κράτος. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης κατάφερε να δημιουργήσει ισχυρές σχέσεις με την Κούβα, την Ανατολική Γερμανία, τη Βόρεια Κορέα, την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση. Παρά τις προσπάθειές της να φέρει σταθερότητα στην περιοχή, ενεπλάκη σε έναν σύντομο εμφύλιο πόλεμο το 1986. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης ενώθηκε με την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης στις 22 Μαΐου 1990, σχηματίζοντας τη σημερινή Δημοκρατία της Υεμένης.
[11] Δείτε υποσημείωση 3. Διευκρινιστικά, ο Σαλαφισμός είναι ιδεολογικά ευρύτερος από τον Ουαχαμπισμό. Η σαλαφιστική σκέψη υπάρχει εδώ και εκατοντάδες χρόνια και έχει εξαπλωθεί σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο και πέρα από αυτόν. Ο Ουαχαμπισμός υπάρχει μόνο από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ενώ είναι αλήθεια ότι ο Ουαχαμπισμός είναι Σαλαφισμός, ωστόσο είναι μόνο ένας από τους πολλούς προσανατολισμούς του Σαλαφισμού.
[12] Οι Χασεμίτες είναι η βασιλική οικογένεια της Ιορδανίας, την οποία κυβερνούν από το 1921 και ήταν η βασιλική οικογένεια των βασιλείων της Χετζάζ (κράτος στη Βορειοδυτική Σαουδική Αραβία από το 1916 ως το 1925 το οποίο περιλάμβανε τις ιερές πόλεις του Ισλάμ, Μέκκα και Μεδίνα), της Συρίας (1920) και του Ιράκ (1921–1958).
Η οικογένεια κυβέρνησε την πόλη της Μέκκας συνεχώς από τον 10ο αιώνα, συχνά ως υποτελής εξωτερικών δυνάμεων και τοποθετήθηκε στους θρόνους της Χετζάζ, της Συρίας, του Ιράκ και της Ιορδανίας από τη Βρετανική Αυτοκρατορία μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
[13] Ο όρος Ahl al-Bayt (αραβικά: أَهْل ٱلْبَيْت, κατά λέξη «άνθρωποι του σπιτιού») αναφέρεται στην οικογένεια του προφήτη Μωάμεθ. Στο Σουνιτικό Ισλάμ, ο όρος έχει επίσης επεκταθεί σε όλους τους απογόνους των Χασέμ (της φυλής του Μωάμεθ) και ακόμη και σε όλους τους Μουσουλμάνους. Στο Σιιτικό Ισλάμ, ο όρος περιορίζεται στον Μωάμεθ, την κόρη του Φατιμά, τον ξάδερφό του και γαμπρό του Αλί και τους δύο γιους τους, Χασάν και Χουσεΐν.
Ενώ όλοι οι Μουσουλμάνοι σέβονται το Ahl al-Bayt, οι Σιίτες Μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι τα μέλη του Ahl al-Bayt είναι πνευματικοί διάδοχοι του Μωάμεθ, κατέχοντας θεϊκή γνώση και αλάθητο. Οι Δωδεκαδιστές Σιίτες πιστεύουν επίσης στη λυτρωτική δύναμη του πόνου και του μαρτυρίου που υπέστησαν τα μέλη του Ahl al-Bayt, ιδιαίτερα ο Χουσεΐν. Οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, δεν πιστεύουν στην πνευματική διαδοχή του Μωάμεθ, τρέφουν όμως μεγάλη εκτίμηση για τους απογόνους του Μωάμεθ.
[14] Ο τίτλος Sayyid είναι ένας τιμητικός τίτλος της γενεαλογίας των Χασανιδών και των Χουσεϊνιδών, που αναγνωρίζονται ως απόγονοι του προφήτη Μωάμεθ μέσω της κόρης του Φατιμά και των γιων της με τον Αλί, τους Χασάν και Χουσεΐν. Ο τίτλος μπορεί επίσης να αναφέρεται στους απογόνους του γένους των Χασέμ μέσω του προπάππου του Προφήτη, Χασίμ, και άλλων.
Στον αραβικό κόσμο, ο sayyid ισοδυναμεί με τους όρους αφέντης, αρχηγός, κυρίαρχος ή άρχοντας. Δηλώνει επίσης κάποιον σεβαστό και υψηλής κοινωνικής θέσης.
[15] Ο Badr al-Din Houthi (1926 – 2010) ήταν Ζαϊντί κληρικός και πολιτικός της Υεμένης, ένας από τους ιδρυτές του Κόμματος της Αλήθειας στην Υεμένη και ο πνευματικός ηγέτης του κινήματος των Άνσαρ Αλλάχ. Ήταν ο πατέρας του ιδρυτή του κινήματος, Χουσεΐν αλ-Χούθι και του νυν ηγέτη της οργάνωσης, Αμπντούλ Μαλίκ αλ-Χούθι.
[16] Ο Χουσεΐν αλ-Χούθι (1959 – 2004) ήταν πολιτικός της Υεμένης, θρησκευτικός ηγέτης των Ζαϊντί και ο ιδρυτής του κινήματος των Άνσαρ Αλλάχ. Μέλος του κοινοβουλίου της Υεμένης με το Κόμμα της Αλήθειας μεταξύ 1993 και 1997, ήταν ηγετική προσωπικότητα κατά την έναρξη της επανάστασης στην Υεμένη.
Όταν το Κόμμα της Αλήθειας υποστήριξε την απόσχιση της Νότιας Υεμένης, ίδρυσε καταρχήν το κίνημα Νεολαία Πιστών για να διδάξει στους νέους το Ζαϊντικό Ισλάμ και την ιστορία του και στη συνέχεια το κίνημα Άνσαρ Αλλάχ που διοργάνωσε αντιαμερικανικές και αντιισραηλινές διαμαρτυρίες που αντιμετωπίστηκαν βίαια από την φιλοαμερικανική τότε κυβέρνηση της Υεμένης.
Στις 20 Ιουνίου 2004, η κυβέρνηση της Υεμένης προσέφερε αμοιβή 55.000 δολαρίων για τη σύλληψή του. Τον Ιούλιο, αύξησαν την αμοιβή σύλληψης στα 75.500 δολάρια. Μετά από μήνες μαχών μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των Άνσαρ Αλλάχ, στις 10 Σεπτεμβρίου οι κυβερνητικές δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι σκοτώθηκε στην επαρχία Marran, στο Κυβερνείο της Σάαντα. [Στις φωτογραφίες, εικονίζεται δεξιά].
[17] Αμπντούλ Μαλίκ Μπαντρ αλ Χούθι. Γεννημένος το 1979, είναι ο ηγέτης των Άνσαρ Αλλάχ από το 2004 ως σήμερα. [Στις φωτογραφίες, εικονίζεται αριστερά]
* Ο Δρ. Τιμ Άντερσον είναι Διευθυντής του Κέντρου Αντιηγεμονικών Σπουδών με έδρα το Σίδνεϋ. Εργάστηκε σε αυστραλιανά πανεπιστήμια για περισσότερα από 30 χρόνια, διδάσκοντας, ερευνώντας και δημοσιεύοντας θέματα ανάπτυξης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτοδιάθεσης στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 κατηγορήθηκε ψευδώς δύο φορές για τρομοκρατικές ενέργειες, αλλά αργότερα αθωώθηκε και εισέπραξε αποζημίωση. Το 2019 αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ επειδή προσέβαλε τους Ισραηλινούς χορηγούς του. (Ο Άντερσον τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τη θέση του ως Επίκουρος Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ τον Δεκέμβριο του 2018, επειδή έδειξε σε φοιτητές υλικό που περιλάμβανε την εικόνα μιας ναζιστικής σβάστικας πάνω στην ισραηλινή σημαία.)
Έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 70 ακαδημαϊκά άρθρα και κεφάλαια σε ένα ευρύ φάσμα περιοδικών και βιβλίων, καθώς και πολλά διαδικτυακά δοκίμια. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι: Γη και Μέσα Διαβίωσης στην Παπούα Νέα Γουινέα (2015), Ο Βρώμικος Πόλεμος στη Συρία (2016), που τώρα εκδίδεται σε δέκα γλώσσες (Αγγλικά, Γερμανικά, Αραβικά, Σουηδικά, Βοσνιακά, Ισπανικά, Φαρσί, Ιταλικά, Ελληνικά και Ισλανδικά). Αντιμετώπιση της Προπαγάνδας του Βρώμικου Πολέμου στη Συρία (2017). Ο Άξονας της Αντίστασης: προς μια ανεξάρτητη Μέση Ανατολή (2019), στα Αγγλικά, Φαρσί και Αραβικά και «Η Πανδημία και οι Ανεξάρτητες Χώρες» (2020). Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Η Δυτική Ασία Μετά την Ουάσιγκτον» (2023).
Πηγή: Almayadeen.net
Αφήστε ένα σχόλιο