του Δημήτρη Σπάθα

Το  φαινόμενο Μίκης Θεοδωράκης, που το φθαρτό του σώμα μας εγκατέλειψε, χρειάζεται σημαντικές και επίμονες προσπάθειες να κατανοηθεί  από εμάς που ζούμε καθώς αφουγκραζόμαστε και βλέπουμε την μεγάλη αγάπη του ελληνικού λαού. Αυτή η αγάπη και εκτίμηση που σμιλεύτηκε μέσα από τα δύσκολα χρόνια της μετεμφυλιακής Ελλάδας προς το πρόσωπό του, εκφράζει το βαθύ λαϊκό ένστικτο, ότι ήταν ένας δικός μας  άνθρωπος.

Αυτό αισθανόμαστε κι εμείς όπου για χρόνια,  παρακολουθούσαμε και ακολουθούσαμε  τα βήματα και το έργο του. Γιατί αγάπησε αυτό τον τόπο και αυτόν τον λαό, αυτήν την Πατρίδα που ουδέποτε πρόδωσε τις αξίες και τα ιδανικά της. Μπορεί να  στεναχώρησε κομματικούς  σχηματισμούς  και να ήρθε σε προστριβές μαζί τους  που πλήγωσαν και πληγώθηκε, αλλά όντας εκτός των στενών κομματικών σκοπιμοτήτων αγωνίστηκε για τα οράματά του, πότε μαζί τους, πότε ολότελα μόνος. Το πνευματικό του ανάστημα σηκώθηκε πάνω από μίση και έριδες  και έδωσε ένα τεράστιο έργο αξεδιάλυτο από την μουσική και τις ιδέες του. Τώρα που ενταφιάστηκε εν πλήρει δόξα και τιμή, πρωτοφανή στην ελληνική ιστορία, ελπίζουμε ότι δεν ενταφιάστηκαν μαζί του και οι ιδέες και τα οράματά του. Τώρα που μια πεζή τριγύρω μας πραγματικότητα θα συνεχίσει να ποδοπατά όνειρα και ανθρωπιά, το πνευματικό του έργο, οι μουσικές και τα τραγούδια του, θα μας συντροφεύουν στη δύσκολη ανηφόρα. Συμπύκνωσε μέσα στη μουσική του αγαπημένους Έλληνες ποιητές που με τους στίχους τους τραγούδησαν τα πάθη , τους καημούς  και τους αγώνες για ανεκπλήρωτα όνειρα, που περιμένουν να πάρουν εκδίκηση.

Ακούμε σε δηλώσεις και αναλύσεις πολλές φορές να γίνεται προσπάθεια να ξεχωριστεί ο μουσικός Θεοδωράκης από τον ιδεολόγο Μίκη. Όμως νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι εκτός διαλεκτικής αντίληψης αφού το ίδιο το μουσικό του έργο είναι στενά δεμένο με τις ιδέες και τους αγώνες που έδωσε ο ίδιος μαζί με τον ελληνικό λαό. Οι διαχωρισμοί που γίνονται δεν αντιλαμβάνονται ότι ο Θεοδωράκης έκανε τις ιδέες του μουσική και την μουσική του αγώνα για τις ιδέες του. Η ποίηση και οι ποιητές που μελοποίησε εκφράζουν ακριβώς την ιδεολογία του, μια ιδεολογία που στις μέρες μας λοιδορείται ως «εθνικιστική» γιατί αγάπησαν τη ζωή, το λαό και την Πατρίδα μας.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο τελευταίος επιφανής της γενιάς της Εαμικής Αντίστασης, όπου μέσα από τις μουσικές συνθέσεις του αναδεικνύει μια Ελλάδα που αγωνίστηκε για Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία και Κοινωνική Δικαιοσύνη, με τις αντιφάσεις και τα όποια λάθη προέκυψαν στην πορεία ενός πράγματι επικού αγώνα. Γνωρίζουμε ότι σήμερα σε μια Ελλάδα της μεγάλης παρακμής, τα μηνύματα του αυτά σπρώχνονται στο περιθώριο, ως δήθεν ξεπερασμένα και ως μη συνάδοντα στη σύγχρονη εποχή. Γι αυτό μερικοί  αδυνατώντας να  παραδεχτούν την ενότητα της  πνευματικής και ιδεολογικής  του υπόστασης,  αναφέρονται μόνο στον μουσικό Θεοδωράκη και στον παγκόσμια αναγνωρισμένο συνθέτη του Ζορμπά, θέλοντας να αποκρύψουν την έντονα  εκδηλούμενη διαφωνία τους για τις θέσεις και τα μηνύματά του ακόμη και λίγο πριν τον θάνατό του.

Αλλά ο Θεοδωράκης ήταν πάντα μαζί με το λαό, όπως στις 12 φεβρουαρίου 2012, στο Σύνταγμα , σ’ εκείνη την ανεπανάληπτη λαοσύναξη κατά των Μνημονίων, όπου αγκαλιά μαζί με τον άλλο μεγάλο αγωνιστή Μανώλη Γλέζο, δέχονται βροχή τα δακρυγόνα μαζί με τον κόσμο. Δεν του συγχωρούν ότι στην τελευταία του εμφάνιση στο Σύνταγμα, το 2018, κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, βροντοφώναζε με όση δύναμη είχε υπέρ των δικαιωμάτων της Ελληνικής Μακεδονίας. Ναι, ήταν διαπρύσιος κήρυκας της λαϊκής ενότητας, αλλά δεν έκανε παραχωρήσεις  αριστερο-κεντρο-δέξιων  σκοπιμοτήτων για να ικανοποιήσει κομματικά ακροατήρια και ιδεολογικές  αγκυλώσεις.

Ο  Μίκης δεν έκρυψε τα λόγια και εναντίον φίλων και συντρόφων του όταν ένοιωθε ότι δεν συμφέρουν τα λόγια και οι πράξεις τους τον λαό και την Πατρίδα. Με τον στρατάρχη Τίτο ήτανε φίλοι και αυτός τον φώναξε να πάει να γράψει την μουσική της ταινίας Σουτσιέσκα που αφηγούνταν τη ζωή του και τις μάχες των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων κατά των γερμανών κατακτητών. Όταν όμως κατάλαβε τα σχέδιά του και πού το πήγαινε με την δημιουργία της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», του ’γραψε  εκείνο το γράμμα που του έλεγε δεν θέλω στο εξής  να σε ξέρω.

Μέσα από το έργο και τις ιδέες του φαίνεται πόσο καλά γνώριζε τον ελληνικό λαό, τα πάθη  τις αδυναμίες, την ορθόδοξη πίστη  και τις  αρετές  του.

Αμέσως μετά τον εμφύλιο, όπου αμέτρητοι φίλοι και σύντροφοί του χάθηκαν, γράφει το Δυο γιούς είχες μανούλα μου, ένας για την Ανατολή κι ο άλλος για την Δύση, όπου ο ένας τον άλλο ψάχνουνε για ν’ αλληλοσφαγούνε, όμως στο τέλος  και οι δυό Στης μάνας τρέχουνε το νεκρικό κρεβάτι  μαζί τα χέρια δίνουνε, της κλείνουνε τα μάτια. Τότε  δέχτηκε επιθέσεις και από δεξιά και από αριστερά.

Όταν κάποτε, μετά τα βασανιστήρια που υπέστη στη Μακρόνησο από τον περίφημο Λώρη -του είχε σπάσει το πόδι με τα χέρια του- τον συνάντησε στον Πειραιά μαζί με τον Μπιθικώτση, του έδωσαν  χρήματα να την περάσει στην έσχατη αθλιότητα που είχε καταντήσει.

Στην νεοελληνική μας ιστορία, όσοι προσπάθησαν να «σηκώσουν τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα» πέσανε θύματα εκείνων που μας ήθελαν και μας θέλουν για υποπόδιό τους. Ποιοί συνέργησαν στη δολοφονία του Ρήγα Φεραίου;  Ποιοι συνέργησαν στη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, του Γεώργιου Καραϊσκάκη και φυλάκισαν επανειλημμένα τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη; Ποιοι όπλισαν το δολοφονικό χέρι κατά του Άρη Βελουχιώτη και συνέθλιψαν δολοφονικά τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Σωτήρη Πέτρουλα;

«Καλύτερα, καλύτερα διασκορπισμένοι οι Έλληνες, παρά προστάτας να έχουσι» φώναζε από τότε ο Κάλβος, τον οποίο μελοποίησε υπέροχα τον καιρό της Χούντας.  Η καταγγελία είχε γίνει από τον Σολωμό στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους

«αραπιάς άτι, γάλλου νούς,

βόλι τουρκιάς , τόπ’ άγγλου

Πόλεμο μέγα πολεμά,

βαρεί το καλυβάκι»

Είναι παράδοξο να μην γίνεται κατανοητή η ιδεολογία του Θεοδωράκη αφού την περιγράφει υπέροχα και με ανατασιακό παλμό αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά, πρέπει να γίνεις… Δεν μπορούμε να πούμε, έγραψε και υπέροχα λυρικά και ερωτικά τραγούδια και μουσικές, αλλά σ’ αυτά πάλι φαίνεται το βάθος μιάς ευγενικής, ανθρώπινης διάστασης , μέσα σε χρόνο εξέλιξης παθών, των ανθρώπων και του ίδιου, που οραματίστηκαν και πίστεψαν σε μια Ελλάδα αντάξια της ιστορίας και του πολιτισμού της. Στην κηδεία του που έλαβε πανελλήνιο χαρακτήρα ο κόσμος με την θλίψη του αλλά και την συμμετοχή του ανέκραξε «Άξιος Εστί»

Όλες αυτές τις μέρες , μετά την αναγγελία του θανάτου του, όπου κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος ,πολύ ορθά, οι τηλεοράσεις και όλα τα υπόλοιπα μμε, μετέδιδαν τραγούδια μιλούσαν και  έγραφαν για τον Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν κάτι  φυσιολογικό εκ πρώτης αλλά και ξάφνιασμα, ώστε αναρωτήθηκα είναι σε θέση η σημερινή κοινωνία μας να αντέξει ένα τόσο υψηλό επίπεδο ποίησης και μουσικής; Σεφέρης, Ελύτης, Σικελιανός, Κάλβος, Αναγνωστάκης, Γκάτσος, Ελευθερίου, Χριστοδούλου, να βρίσκονται στ’ αυτιά και τα στόματα μας! Κι όμως φαίνεται πως είναι δυνατό, αν τα περίφημα μμε και οι τηλεοράσεις αφήσουν στην άκρη την ασταμάτητη ευρωθηρία τους και αρθούν «λίγο ψηλότερα», αν βοηθήσουν λίγο αυτό τον λαό και την νεολαία μας «να σηκωθεί λίγο ψηλότερα» και να εμφανιστεί η πραγματική Ελλάδα.

Όμως το ξέρουμε ότι υπάρχουμε μέσα στις αντιφάσεις μας, ίσως ήταν μια ευκαιρία αυτοκριτικής, μια ευκαιρία ανάτασης και εθνικής υπερηφάνειας που τόσο ανάγκη την έχουμε στις μέρες μας; Ήταν μια υπόσχεση προς τον Μεγάλο Έλληνα και Άνθρωπο ότι δεν ξεχνάμε τις πνευματικές του υποθήκες; Αλλά πάλι θυμόμαστε τον Πέτρο που στις πρώτες δυσκολίες  απαρνήθηκε τον δάσκαλό του «πριν αλέκτορα φωνήσαι τρίς» και όμως τον είχε προειδοποιήσει ο Ιησούς.

Ο Μίκης στεναχωριόταν και πικραινόταν  πολλές φορές απ’ αυτόν τον λαό που αγαπούσε, μάλιστα έλεγε ότι «ο λαός, δεν είναι Άγιος ο λαός, όμως του φτάνουν τρείς μέρες για να κάνει το θαύμα του» Οι αντιφάσεις της ιστορίας και του Μίκη Θεοδωράκη δεν μπορούν να χωρέσουν σε κουτάκια εργαλειακού  ορθολογισμού και βαθυστόχαστων πολιτικών αναλύσεων. «Που να βρώ την ψυχή μου», που να χωρέσει αυτό το πάθος και η έμπνευση σε κουτάκια «κανονικότητας».  Είναι η ίδια η ελληνική ιστορία και η κουβέντα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη που όταν τον ρώτησαν για την Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση είπε « αν δεν ήμασταν τρελοί δεν θα κάναμε ότι κάναμε» γιατί αυτό είναι το «αρετή και τόλμη».

Εάν δεν είχε αυτό το πάθος και αυτή την σιγουριά για το δίκιο του αγώνα που συμμετείχε και συνδιαμόρφωνε, πως θα άντεχε τόσα βάσανα και ταλαιπωρίες που πλήρωσε μαζί με την οικογένειά του, πως θα έγραφε όσα έγραψε για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο; Γιατί ο ίδιος έκανε πράξη με τη ζωή του το «θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους». Δύσκολος δρόμος, δρόμος για λίγους, αυτούς τους λίγους που δίνουν όμως το νόημα και τις αξίες στη ζωή της ανθρωπότητας. Εμείς πολλές φορές ζητάμε πολλά από τους άλλους, περισσότερα από όσα ζητάμε από τον εαυτό μας.

Αυτά μας παρουσίαζε χρόνια ολόκληρα ο Μίκης εν ζωή, τις περισσότερες φορές «όρθιος και μόνος…», προσπαθώντας να μας κάνει να  καταλάβουμε ότι εμείς μια χούφτα άνθρωποι γαντζωμένοι στο βράχο μας, δεν είχαμε άλλα περιθώρια παρά ενωμένοι να προβάλουμε αντίσταση εναντίον όλων εκείνων που επιβουλεύονταν την ελεύθερη δημοκρατική ελληνική πολιτεία μας. Τις μεταξύ μας διαφορές, αν θα υπάρχουμε, θα τις βρούμε και θα τις λύσουμε χωρίς να βάζουμε διαιτητές και κουμανταδόρους ξένους προς τα εθνικά μας συμφέροντα. Τώρα, μετά το αναπότρεπτο  βιολογικό του τέλος, αρχίζει μια άλλη περίοδος χωρίς την ζωντανή παρουσία του, με πανταχού παρούσες  τις μουσικές ιδέες του. Ίσως μετά θάνατον να έρχεται πιο συχνά κοντά μας για να μας βοηθήσει να χτυπήσουμε «της καμπάνας το σχοινί»